Tuesday, June 19, 2007

Ολυμπιακοι Αγωνες-Μεξικο 1968


του Δημητρη Παρουση, απο το site του (www.godimitris.gr)

Γυριζει σε ολο τον κοσμο και ονειρευεται και γνωριζει και ζει..
Οσα εγραψε για το Μεξικο με αφησαν αφωνη-ναι λοιπον η ισχυρη τσεπη δε δισταζει μπροστα σε τιποτα..το χειροτερο ηταν οταν σκεφτηκα πως ανθρωποι που γνωριζω αν διακυβευονταν τα δικα τους συμφεροντα ισως να αντιδρουσαν κι εκεινοι με τον ιδιο απανθρωπο τροπο. Η ζωη δεν εχει καμια αξια-απολυτως..

Μεξικό, Μέξικο Σίτι, 19 Ιουνίου 2007


Αισθάνθηκα τα γόνατά μου να τρέμουν. Δεν με κρατούσαν τα πόδια μου. Βούρκωσα. Με έπιασε οργή. Ασφυξία. Βρισκόμουν στο κέντρο της πλατείας Plaza de la Tres Culturas στο Κέντρο του Μέξικο Σίτι. Μόλις έμαθα για τη θλιβερή ιστορία που διαδραματίστηκε εδώ λίγες μέρες πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικό το 1968.

Φώναξα με όλη μου τη δύναμη «ΓΙΑΤΙ. . .» και κοιτώντας στο έδαφος μου ήρθε αυθόρμητα να ζητήσω συγνώμη ως Ελληνας, ως δημοσιογράφος αλλά και ως πολίτης αυτού του κόσμου.

Πήγα να δω την πλατεία που συμβολίζει την εισαγωγή των προ-ισπανικών και ισπανικών ριζών στη μεξικανική εθνική ταυτότητα.

Εκεί θα βρεις ερείπια από τις πυραμίδες των Αζτέκων. Το 14ο αιώνα εκεί υπήρχε το πιο μεγάλο εμπορικό κέντρο στην περιοχή. Ονομαζόταν Tlatelolco.

Παραδίπλα, υπάρχει ο ισπανικός ναός Templo de Santiago του 17ου αιώνα που χτίστηκε από τα μπάζα των πυραμίδων που κατέστρεψαν οι κατακτητές.

Σε απόσταση εκατό μέτρων υπάρχει και το σύγχρονο κτίριο του υπουργείου Εξωτερικών.

Τρεις πολιτισμοί σε μια πλατεία.

Στη γύρο περιοχή υπάρχουν εργατικές κατοικίες, οι οποίες με το σεισμό του 1985 κατέρρευσαν καταπλακώνοντας εκατοντάδες οικογένειες. Πάνω από 2.000 άνθρωποι έχασαν εκείνη τη μέρα τη ζωή τους. Σήμερα ορθώνονται καινούργια κτίρια.

Αυτή η ήσυχη σήμερα πλατεία, είναι στοιχειωμένη από τα γεγονότα της ζοφερής ιστορίας της.

Δεν είναι μόνο οι νεκροί από το σεισμό. Χιλιάδες ήταν οι άνθρωποι που σφαγιάζονταν καθημερινά στις ανθρωποθυσίες των Αζτέκων.

Δεκάδες ήταν τα θύματα από εργατικά ατυχήματα, μέχρι να ολοκληρωθεί το χτίσιμο της εκκλησίας των Ισπανών.

Μα αυτό που με συγκλόνισε ήταν όταν έμαθα για την σφαγή στο Tlatelolco στις 2 Οκτωβρίου 1968.

Λίγες μέρες πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων στο Μεξικό το 1968 ο στρατός και η αστυνομία άνοιξαν πυρ σε μια ειρηνική διαδήλωση 15.000 φοιτητών που κρατούσαν κόκκινα γαρίφαλα. Τους περικύκλωσαν και άρχισαν να πυροβολούν αδιάκριτα.

Αλλοι μιλούν για 3.000 νεκρούς, άλλοι για 400 και επισήμως η κυβέρνηση κάνει λόγο για 20 νεκρούς και μερικούς τραυματίες.

Αν βρεθείς στην πλατεία θα διαπιστώσεις ότι είναι κλειστή. Δύσκολα μπορείς να τρέξεις και να ξεφύγεις ειδικά όταν σε πυροβολούν στο ψαχνό. Από τους 15.000 διαδηλωτές είναι και λίγοι αν σκοτώθηκαν 3.000. Κανείς μέχρι σήμερα δεν γνωρίζει τον πραγματικό αριθμό, αλλά σίγουρα είναι το πιο αιματηρό επεισόδιο στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων.

Η σφαγή έγινε γιατί δεν έπρεπε να διαταραχθεί η ομαλή διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Μάλιστα αρχεία από το Πανεπιστήμιο George Washington που είδαν το φως της δημοσιότητας πρόσφατα αναφέρουν ότι οι ΗΠΑ είχαν ζητήσει από την κυβέρνηση του Μεξικού να καταστείλει με οποιονδήποτε τρόπο τις διαδηλώσεις γιατί διαφορετικά διακυβεύονταν η ασφάλεια των αθλητών και των αθλητικών παραγόντων.
Η CIA και το αμερικανικό Πεντάγωνο είχαν στείλει πράκτορες και ειδικό εξοπλισμό που χρησιμοποίησαν ο μεξικανικός στρατός και η αστυνομία.

Το 1968 είχαμε διαδηλώσεις φοιτητών σε όλο τον κόσμο. Το ίδιο συνέβη και στο Μεξικό. Το καλοκαίρι ο στρατός εισέβαλε στην πανεπιστημιούπολη, τη μεγαλύτερη στη Λατινική Αμερική και άρχισε τις συλλήψεις. Κατέλαβε το χώρο, καθώς λίγους μήνες αργότερα εκεί θα γίνονταν και η επίσημη τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων.

Λίγες μέρες πριν την τελετή έναρξης, οι φοιτητές αποφάσισαν σε διαδηλώσουν ειρηνικά ζητώντας την απόσυρση του στρατού από το Πανεπιστήμιο μαζί με τα υπόλοιπα αιτήματά τους. Η πορεία θα κατέληγε στην πλατεία Tres Culturas.

Από το μεσημέρι ο στρατός είχε τοποθετήσει ελεύθερους σκοπευτές στις ταράτσες των εργατικών κατοικιών και στους τρούλους της παρακείμενης εκκλησίας. Επιστρατεύτηκαν περίπου 7.000 στρατιώτες οι οποίοι περικύκλωσαν τους φοιτητές, αλλά και απλούς ανθρώπους οι οποίοι με τις οικογένειές τους, τα παιδιά τους συμμετείχαν στην ειρηνική πορεία. Μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει δύο ελικόπτερα πέταξαν από πάνω και έδωσαν το σύνθημα για έναρξη της σφαγής. Περίπου 300 τανκς ακροβολίστηκαν και απέκλεισαν την περιοχή.

Μέχρι και σήμερα όλο τα πλακάκια της πλατείας έχουν βαθουλώματα από σφαίρες, το ίδιο και το τείχος της εκκλησίας. Οι φοιτητές παρακαλούσαν τους ιερείς του ναού να ανοίξουν τις πόρτες, αλλά δεν το έκαναν. Η μόνη διέξοδός τους ήταν κλειστή. Επί τρεις ώρες συνεχίζονταν οι πυροβολισμοί. Πολλοί φοιτητές ζήτησαν προστασία στις πολυκατοικίες. Κάποιες οικογένειες που παρακολουθούσαν από τα παράθυρα τη σφαγή, άνοιξαν τις πόρτες τους να τους προστατέψουν. Δυστυχώς η μανία του στρατού ήταν τέτοια που με τη σειρά τους έμπαιναν στα διαμερίσματα και σκότωναν ολόκληρες τις οικογένειες.

Σε μερικές ώρες ο τόπος είχε γεμίσει πτώματα. Λίγες ώρες αργότερα όλη η περιοχή είχε καθαριστεί. Μάζευαν τους νεκρούς με μπουλτόζες και απορριμματοφόρα. Η μητέρα μια φίλης μου που είναι γιατρός, εφημέρευε εκείνη τη μέρα σε ένα κοντινό νοσοκομείο. «Εφερναν δεκάδες πτώματα νέων τα οποία ζητούσαν με συνοπτικές διαδικασίες να καούν. Κάποια από τα παιδιά ζούσαν ακόμη, αλλά τα αποτέφρωναν».

Την επόμενη το πρωί, ήταν σα να μη συνέβη τίποτα. Η πλατεία καθαρή. ΚΑΝΕΝΑ μέσο ενημέρωσης δεν έκανε λόγο για την σφαγή. Οι εντολές ήταν σαφείς. Οποιος μιλήσει θα σκοτωθεί και αυτός και η οικογένειά του.

Ελάχιστα ήταν τα ΜΜΕ στον κόσμο που έκαναν αναφορά στο γεγονός. Σιωπή σε ένα από τα χειρότερα εγκλήματα στο όνομα της ομαλής διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων. Ολα τα αρχεία και οι ελάχιστες φωτογραφίες έχουν καταστραφεί. Υπάρχουν μεξικανοί που αρνούνται ακόμη και σήμερα το γεγονός. Οι περισσότεροι ακόμα ζητούν απόδοση της δικαιοσύνης.

Λένε ότι η ΔΟΕ συνεδρίασε και αποφάσισε με την υπεροχή μιας ψήφου την διεξαγωγή των Αγώνων. Οι αγώνες έγιναν κανονικά σα να μη συνέβη τίποτα.

Λένε ότι τα συμβόλαια που είχαν υπογραφεί με χορηγούς και τα διάφορα οικονομικά συμφέροντα υπερίσχυσαν και έτσι εμείς θυμόμαστε σήμερα τους πετυχημένους Αγώνες του Μεξικού, όπου λόγο υψομέτρου έγιναν πολλά παγκόσμια ρεκόρ και το θέαμα ήταν υπέροχο.

Μας έκανα συνένοχους σε ένα έγκλημα χωρίς να το γνωρίζουμε. Αισθάνομαι οργή.

Μόλις πριν ένα χρόνο, τον Ιούνιο του 2006, ο τότε υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας Luis Echeverría Álvarez και δεξί χέρι του τότε προέδρου της χώρας Gustavo Díaz Ordaz καταδικάστηκε για αυτό το έγκλημα. Λόγω της ηλικίας του, σήμερα είναι 85 χρόνων, είναι κλεισμένος σπίτι του. Απολαμβάνει την πολυτέλεια της βίλας του και παίρνει κανονικά την υψηλή του σύνταξη καθώς «υπηρέτησε» την πατρίδα του.

Στην άκρη της πλατείας από το 1993 ανεγέρθηκε ένα μνημείο προς τιμήν των θυμάτων της σφαγής του 1968. Τα ονόματα που αναφέρονται ελάχιστα. Είναι μια ιστορία που όλοι θέλουν να ξεχάσουν.

Προσευχήθηκα στη μνήμη των παιδιών. Δεν είχα μαζί ένα κόκκινο γαρίφαλο να αφήσω, άφησα τα δάκρυά μου να κυλήσουν χάμο. . .

Το ταξίδι συνεχίζεται,
πάρε κι εσύ ένα σάκο κι έλα. . .

ελληνικη εκκλησια στην ακρη του κοσμου


κολλησα με οσα διαβασα. ποσα διαφορετικα βιωνουν την πιστη τους αυτοι οι ανθρωποι?κλαινε για να παει να τους λειτουργησει ενας παπας. πιστεουν χωρις λογια, χωρις κανονες-απλα ο,τι πει η καρδια, ελευθερα



Κείμενο - Φωτογραφίες: Δημήτρης Παρούσης
Στην "άκρη της γης", περίπου 14.000 χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, στην Παταγονία της Αργεντινής, βρίσκεται μια ελληνική ορθόδοξη εκκλησία. Τα δύο καντηλάκια της είναι συνεχώς αναμμένα, άσχετα αν εδώ και 16 χρόνια δεν υπάρχει ιερέας.

Τις Κυριακές οι λειτουργίες είναι βουβές. Οι πιστοί ανάβουν ένα κερί, προσεύχονται και φεύγουν. Το ίδιο συμβαίνει και στις μεγάλες γιορτές. Ακόμη και το Πάσχα. Την ώρα της Ανάστασης λένε απλά «Χριστός Ανέστη». Ούτε καμπάνες, ούτε ψαλμωδίες. Τίποτα. Μόνο η πίστη τους.
Το ΑΠΕ - ΜΠΕ βρέθηκε εκεί. Ο συνεργάτης του Δημήτρης Παρούσης επισκέφθηκε την εκκλησία και μίλησε με τους ξενιτεμένους Ελληνες. Χρόνια είχαν να δουν δημοσιογράφο από την πατρίδα.

Τη δεκαετία του `50 οι Ελληνες στο Κομοντόρο Ριβαντάβια (Comodoro Rivadavia) είχαν φτάσει περίπου τις εκατό οικογένειες. Η πιο κοντινή εκκλησία βρισκόταν βόρεια, στο Μπουένος Αϊρες, απόσταση 30 ωρών με το λεωφορείο. Πολλοί γονείς περίμεναν πρώτα να μεγαλώσουν τα παιδιά τους και έπειτα όλοι μαζί, σε ένα ταξίδι, ανηφόριζαν στην πρωτεύουσα για τη βάφτιση.

Η πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας στην περιοχή, Μάρτα Μάνιας, βαφτίστηκε όταν ήταν 6 χρόνων. «Την εποχή εκείνη οι μετακινήσεις ήταν πολύ δύσκολες και απαιτούσαν πολλά χρήματα, που δεν είχαμε. Θυμάμαι που ο πατέρας μου περίμενε να μεγαλώσω και μαζί με τα αδέλφια μου, που ήταν 8 και 9 χρόνων, μας πήρε μαζί του στο Μπουένος Αϊρες για να γίνουμε κι εμείς χριστιανοί ορθόδοξοι».

Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που οι Ελληνες της περιοχής αποφάσισαν να χτίσουν δική τους εκκλησία - το πρώτο που έκαναν ως ελληνική κοινότητα. Με δικές τους οικονομίες. Ηταν το 1960. Ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε μέτρα, στον πάνω όροφο του ιδιόκτητου κτιρίου της κοινότητας. Ενας λιτός χώρος, χωρίς αγιογραφίες, χωρίς διακόσμηση. Μόνο κάποιες εικόνες και ό,τι είναι απαραίτητο για τις λειτουργίες. Είχαν και παπά. Οι λειτουργίες ήταν γεμάτες κόσμο. Ερχονταν και άλλοι ορθόδοξοι, από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Ρωσία. O Αγιος Νικόλαος ήταν η εκκλησία όλων των ορθοδόξων.

Το Comodoro Rivadavia είναι γνωστό για τις πετρελαιοπηγές του. Τα νέα για πετρέλαιο στην περιοχή έδωσαν ελπίδες στους υποψήφιους μετανάστες που κατέφθασαν εδώ από κάθε γωνία της γης, χρόνια πριν.

Σήμερα υπάρχουν μετανάστες δεύτερης, τρίτης ακόμη και τέταρτης γενιάς. Οι ελληνικές οικογένειες υπολογίζονται περίπου στις 50. Οι παλιότεροι συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να πηγαίνουν στην εκκλησία, παρόλο που από το 1990 έφυγε και ο τελευταίος ιερέας στην πόλη, ο πατέρας Δημοσθένης.

Πολλοί έχουν ξεχάσει πώς γίνονται οι λειτουργίες. Υπάρχουν παιδιά χριστιανοί ορθόδοξοι που δεν έχουν δει πως γίνεται η λειτουργία στην εκκλησία. Οι περισσότεροι από τους νέους πάνε πλέον στις καθολικές εκκλησίες.

Πριν μερικά χρόνια οι νέοι της κοινότητας είδαν σε βίντεο την περιφορά του Επιταφίου. Θέλησαν, έτσι, να κάνουν το ίδιο, αντιγράφοντας ό,τι είδαν. Τη Μεγάλη Παρασκευή στόλισαν τον επιτάφιο και έκαναν την περιφορά στη γειτονιά. Μόνοι τους. Βουβοί και σιωπηλοί. Ηθελαν να το βιώσουν.

Την τελευταία φορά που λειτούργησε ιερέας στην εκκλησία, ήταν στις 23 Ιουλίου 2005. Είχε έρθει ως εθελοντής από τη Βραζιλία. Οι περισσότεροι θυμούνται την ημερομηνία. «Για μας, ήταν σαν να κάναμε ανάσταση», είπαν.

Την προτελευταία φορά που είχε έρθει παπάς στην περιοχή ήταν το Σεπτέμβριο του 2002. Σε μια μέρα έγιναν οκτώ βαφτίσεις και ένας γάμος.

Είναι χαρακτηριστικό αλλά συνάμα και αισιόδοξο στοιχείο ότι εκείνη την ημέρα βαφτίστηκαν και νέοι που ήταν καθολικοί. Ο ένας από αυτούς μάλιστα, ο Daniel Andres Campano, είναι Αργεντίνος.

Το ΑΠΕ - ΜΠΕ συνάντησε τον Ντανιέλ, αλλά και την Εστεφάνια Σάλι (Estefania Sali) που στα 20 τους χρόνια αποφάσισαν να βαφτιστούν χριστιανοί ορθόδοξοι. Σήμερα είναι μέλη της ελληνικής κοινότητας και συμμετέχουν στο χορευτικό συγκρότημα.

Η Estefania το είχε υποσχεθεί στη γιαγιά της που ήταν Ελληνίδα. Μαζί με την Estefania βαφτίστηκαν ο πατέρας της, Nicolas και η αδερφή της, Sophia. Είπε πως ήταν ό,τι πιο έντονο έχουν ζήσει ως οικογένεια. Θέλει να πάει στην Καστοριά, καθώς από εκεί ήταν η γιαγιά της.

Ο Daniel από μικρός ονειρευόταν την Ελλάδα. Είναι Αργεντινός. Στα 8 του ζήτησε από κάποιον θείο του που ήρθε στα νησιά του Αιγαίου για διακοπές, να του φέρει νερό και άμμο. Τελικά, του έφερε ένα μπλουζάκι. Εκλαψε. Πήγε σε έναν Ελληνα της πόλης και του ζήτησε μια οποιαδήποτε διεύθυνση από την Ελλάδα. Εγραψε ένα γράμμα στα ισπανικά και το έστειλε. Ζητούσε να του στείλουν νερό και άμμο από την Ελλάδα. Δεν πήρε ποτέ απάντηση. Σήμερα μαζεύει χρήματα για να πάει στην Ελλάδα, να περπατήσει σε ελληνικό χώμα. Εγινε χριστιανός ορθόδοξος γιατί όπως είπε θαυμάζει τους Ελληνες και τον συνεπαίρνει ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι ορθόδοξες λειτουργίες. Πιστεύει ότι από λάθος γεννήθηκε στην Αργεντινή...

Η οικονομική κατάσταση στην Αργεντινή βρίσκεται σε πολύ δύσκολη περίοδο. Οι οικονομίες των παιδιών αυτών ποτέ δεν θα είναι αρκετές για να πληρώσουν το εισιτήριο. Αν κάποιος θέλει να βοηθήσει αυτά τα παιδιά μπορεί να απευθυνθεί στο www.godimitris.gr (Ο Δημήτρης Παρούσης, έχει στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία επικοινωνίας).

Αργεντινή, Ιούνιος 2006. H ελληνική κοινότητα ζητά από την Εκκλησία να τους στείλει έναν ιερέα. Όχι για να μείνει εκεί, αλλά απλά να τους δείξει τι πρέπει να κάνουν, έστω στις μεγάλες γιορτές. Να τους κατηχήσει.

«Εχουμε πια ξεχάσει πώς γίνονται οι λειτουργίες. Το να έρθει ένας παπάς για μια μέρα και να φύγει αυτό ναι μεν είναι ευλογία, αλλά δεν φτάνει. Ας μείνει τουλάχιστον για δεκαπέντε μέρες. Να μας μάθει μερικά πράγματα», λέει η πρόεδρος της κοινότητας, Μάρτα Μάνιας.

(Ο Δημήτρης Παρούσης πραγματοποιεί το γύρο του κόσμου με στόχο να αναδείξει την ελληνική γλώσσα και να καταγράψει ρεπορτάζ από τον ελληνισμό σε κάθε σημείο της υφηλίου. Διαβάστε περισσότερα στο www.godimitris.gr)

Wolfsheim - Kein Zurück

Ο Λυκος κι αν εγερασε..

τοσα χρονια βασανιζομαι απο το ιδιο ερωτημα που δεν ειναι εγκεφαλικο αλλα εντελως καθολικο, καθημερινο, ενυποστατο.

Μεχρι ποιο σημειο μπορουμε να επεμβουμε και να πεισουμε καποιον ανθρωπο οτι ο δρομος που βαδιζει οδηγει σε αδιεξοδο?οταν βλεπουμε ολοκαθαρα οτι οι επιλογες του τον καταστρεφουν-και μη μου πεις οτι αυτο ειναι αποψη μου κλπ- καταστρεφεται πραγματικα, δεν εχει κανενα ενδιαφερον στη ζωη του, αποτυγχανει με ο,τι κι αν καταπιαστει και το βλεπει οτι δεν του παει τιποτα καλα αλλα αρνειται πεισματικα να δει μεσα του και να αναζητησει στον ιδιο τον εαυτο του την αιτια, τοτε τι κανω?εσυ τι κανεις? κι οταν αυτοι οι ανθρωποι δεν ειναι καποιοι τυχαιοι που ισως δεν θα τους ξαναδεις οποτε θελοντας και μη θα βρισκονται μακρια απο τη ζωη σου, αν λοιπον ειναι διπλα σου τι κανεις? προσπαθεις?δε μπορει, θα προσπαθησεις μια δυο τρεις χιλιαδες φορες.. και μετα θα συγκρουστεις, θα ορκιστεις οτι δεν θα το ξανακανεις, θα προσπαθησεις να διακοψεις καθε επικοινωνια αν αυτο ειναι εφικτο και μετα.. οταν θα τα εχουν ολα καταστρεψει θα ερθουν να σου πουν:
μηπως μπορεις να με βοηθησεις? να βοηθησεις ποιον να κανει τι?

τελικα δε μπορουμε να βοηθησουμε κανεναν αν ο ιδιος δεν καταλαβει οτι οι επιλογες του ειναι στειρες, αν δεν εχει κανει ειρηνη με τον εαυτο του, αν δεν κοιταζει μεσα στην ψυχη του για να αναζητησει τις βαθυτερες αιτιες των πραγματων.αν δε συμβαινουν ολα αυτα τοτε συγχαρητηρια!εχετε βρει εναν τροπο να σκοτωνετε το χρονο και τον εαυτο σας!!
οι ανθρωποι αλλαζουν μεν αλλα μονο οταν εκεινοι το θελησουν.
δε μας ανηκει κανεις, δεν ειναι υποχρεωμενος κανεις να μας ακουσει οποια ειδους σχεση κι αν εχουμε μαζι του. αυτη ειναι η ελευθερια των αλλων καθως και η δικη μας να παιρνουμε το καπελακι μας και να την κανουμε οταν βλεπουμε απο την αγαπη μας καταντησαμε ψυχαναλυτες των αλλων..

Friday, June 15, 2007

το απλο και το δυσκολο

"κι αν δεν πεθαινουμε ο ενας για τον αλλο, ειμαστε κιολας νεκροι.."


Τασος Λειβαδιτης


για αυτην την αγαπη δε διψαμε? ε, τοτε γιατι δεν την προσφερουμε?κι αυτο δυσκολο? οταν χρειαζεται να προσπαθησεις για κατι, τοτε ειναι δυσκολο. Οταν ομως ειναι τοσο ουσιαστικο οσο η αναπνοη μας και δε νοειται η ζωη μας χωρις αυτο, τοτε δε ειναι δυσκολο, ειναι η υπαρξη σου που σε οδηγει.. αγαπας γιατι ετσι υπαρχεις γιατι αυτος εισαι, ετσι θες να εισαι. Δε χρειαζεται καμια προσπαθεια. Αντιθετως, θελει προσπαθεια για να ξεχασεις ποιος εισαι..

τα πιο απλα και ομορφα πραγματα τα κανουμε δυσκολα..

Αιωρουμενα Σωματιδια

Οι ερευνες δειχνουν οτι ζουμε στην πιο μολυσμενη πολη της Ευρωπης!!!κι ομως καθε πρωι βλεπω αμετρητα αυτοκινητα με ενα ατομο το καθενα να πηγαινουν μαλλον στις δουλειες τους.. το νιωθω οτι ο αερας που αναπνεω ειναι σκετο δηλητηριο. Οσο κι αν προσπαθω νατρεφομαι σωστα, να μην κανω καταχρησεις, να γυμναζομαι ερχεταια υτη η πολη και μου λεει: ρε δεν πα να κανεις ο,τι θες, εγω θα σε φαωωωωωωωωωωωωω!!!μαμαααααααααααα!! ναι ετσι ειναι!μας ρουφαει, να εκμηδενιζει και το πώς ζουμε και το πού. Μηπως τελικα ειναι τεραστια η ματαιοτητα που ζουμε? αγχος και αγωνια για να "πετυχουμε" στη ζωη μας κι οταν το ξανασκεφτεις αντιλαμβανεσαι οτι αγωνιας για επιφανειακα και κιβδηλα πραγματα. Να παρεις ενα σπιτι, πού? να βρεις μια καλη δουλεια, ποια? να βρεις ωραιους ανθρωπους, ποιους? εκεινους που ολοενα και αφυδατωνονται απο τη ζωη που τους συνθλιβει? αν κοιταξουμε με καθαρο βλεμμα γυρω μας αυτα θα δουμε. μηπως πηραμε τη ζωη μας λιγο λαθος?μηπως δε βαλαμε σωστες προτεραιοτητες??να ζουμε για να πεθαινουμε και πεθαινουμε για να ζουμε?

Thursday, June 14, 2007

Δαλιδα




δεν ηξερα τιποτα για τη Δαλιδα, τυχαια εψαχνα κατι στο You Tube κι επεσα πανω της. Η φωνη της με αγγιξε. Σημερα διαβασα και τη βιογραφια της. Ειναι δυσκολο να εισαι πολυ κοσμικος καιαπο την αλλη να ψαχνεις τα βαθια νοηματα της ζωης, να θες να τρυπησεις την επιφανεια και να εμβαθυνεις στην επαφη με τον εαυτο σου. Δε μπορει να βλεπεις ολη τη ματαιοτητα γυρω σου και να πρπει να συμμετεχεις ενεργα σε ολα αυτα οχι σαν απλο μελος αλλα σαν πρωταγωνιστης.

Κι απο την αλλη πως νιωθει καποιος που εχει γνωρισει την απολυτη δοξα, τη λατρεια, εχει αμετρητο χρημα κι ομως δεν εχει συντροφια πραγματικη και νιωθει μονος? εχει τοτε αξια η ζωη? πως νιωθει κανεις οταν καταλαβει οτι ολη η φαντασμαγορικη του ζωη ηταν ενα πυροτεχνημα?

αναρωτιεμαι απλα χωρις να εχω απαντησεις. Ξερω μοναχα πως οταν ο ανθρωπος αφησει λιγο χωρο στην καρδια του για να μπει ο Θεος τοτε η μοναξια δεν ειναι πονος αλλα ενα συστατικο της ζωης οπως και ολα τα αλλα. Ενα συστατικο που αλλοτε το θες κι αλλοτε ζητας να ζησεις χωρις αυτο. Ο Θεος δεν ειναι φυσικα το συστημα των κανονων της θεσμικης Εκκλησιας αλλα ο Θεος της αγαπης που υπαρχει αν θες και σε αφηνει ελευθερο. Αυτη κι αν ειναι ελευθερια..



πως να την περιγραψεις ομως με λογια? περιγραφεται ο ηλιος αν καποιος ποτε δεν τον αντικρυσε?το κοκκινο περιγραφεται?

στην εντυπωσιακη Δαλιδα..

Η τελευταια επιθυμια του Καραμανου

απο το βιβλίο του Καραγατση "Γιουγκερμαν"-Τομος Β-σελ.304

"Θελω τα κοκκαλα μου να ξεκουραστουν στη γη που με γεννησε και σκλαβωσε την αγαπη της ψυχης μου:τη Θεσσαλια. Εκει, στον ατελειωτο καμπο της, πλαι στα νερα του Σαλαμπρια, σ' ενα χωραφι μεσα στα τοσα χωραφια, να σκαψουν λακο και να με θαψουν.Ουτε μνημα, ουτε σταυρο. Μονο πανω απο το κεφαλι μου να φυτεψουν μι αφτελια, για να σκιαζει τον υπνο μου.

Καθε χινοπωρο, το αλετρι να περναει πανω απ' το χωμα του ταφου μου κι ενας Καραγκουνης να σκορπαει μ' απλοχερια το χρυσο σπορο. Ετσι θελω.

Σαν ερθει παλι ο Θεριστης, μια Καραγκουνα μ' ατσαλενιο δρεπανι να θεριζει το σταρι που φυτρωσε πανω στο κορμι μου, να το μαζωνει στην ποδια της, να τ' αλωνιζει, να το λιχνιζει. Ετσι θελω.

Κι υστερα αυτο το σταρι-δυο χουφτες σταρι- να το βανουν σ'ενα σακουλι και να το στελνουν στη Σκιαθο, να το κανουν κολυβα για την ψυχη του Παπαδιαμαντη. Ετσι θελω.."

Monday, June 11, 2007

τι κριμα που δεν θα ειμαι εκει..

εκτος από το που πως ακτεληξε αυτη η επιστολη χωρισμου με εντυπωσιασε στην τελευταια παραγραφο η αναγγελια ενος θανατου. Εντελως διαφορετικη προσεγγιση απο οσα εχω ακουσει ως τωρα. Απλα, θα λειψω..

Μια επιστολή χωρισμού

Βρισκόταν στο Βερολίνο, όταν έλαβε την επιστολή με τη μορφή e-mail στο κινητό της. Ήταν μια επιστολή χωρισμού, που τελείωνε με τα λόγια «Να προσέχεις τον εαυτό σου». Ό,τι δηλαδή γράφουν συνήθως οι άντρες σ΄ αυτές τις περιπτώσεις.

Αυτό συνέβη πριν από δύο χρόνια. Η Σοφί Καλ δεν ήξερε τι να απαντήσει σ΄ αυτή την επιστολή, ήταν σαν να μην απευθυνόταν σ΄ εκείνη. Της ήρθε λοιπόν μια ιδέα: να ζητήσει από διάφορες γυναίκες να ερμηνεύσουν αυτό το κείμενο. Διάλεξε τις γυναίκες με βάση το επάγγελμά τους, μία δασκάλα, μία συγγραφέα, μία διορθώτρια, μία κοινωνιολόγο, μία διαφημίστρια, μία εγκληματολόγο, μία χορεύτρια, μία φιλόλογο, μία δημοσιογράφο. Έμαθε και επαγγέλματα που δεν τα ήξερε, όπως η εθνομεθοδολόγος ή η συντάκτρια σταυρολέξων. Ο κανόνας ήταν ο ακόλουθος: να αναλύσουν το κείμενο χρησιμοποιώντας την επαγγελματική τους γλώσσα. Η δημοσιογράφος συνέταξε ένα κομμάτι, η διπλωμάτης χρησιμοποίησε τη διπλωματική γλώσσα, η χορεύτρια ερμήνευσε τα συναισθήματά της, η φυσικός αντιπαρέβαλε τη σχάση του ατόμου με τη συναισθηματική ρήξη, η δικαστής επινόησε έναν παραλληλισμό ανάμεσα στο ερωτικό συμβόλαιο και το συμβόλαιο αγοραπωλησίας ενός σπιτιού.

Συνολικά, 107 γυναίκες ερμήνευσαν η καθεμιά με τον δικό της τρόπο μια επιστολή χωρισμού. Και το αποτέλεσμα, με τίτλο (φυσικά) «Να προσέχεις τον εαυτό σου», είναι η έκθεση με την οποία εκπροσωπείται η Γαλλία στην 52η Μπιενάλε της Βενετίας, που άνοιξε χθες επισήμως τις πύλες της στο κοινό. Ο αριθμός των γυναικών δεν ήταν προαποφασισμένος, λέει η Σοφί Καλ στο περιοδικό Λ΄Εξπρές. Η 107η γυναίκα που δέχθηκε την πρότασή της ήταν η τραγουδίστρια Ρeaches, αλλά οι δύο γυναίκες δεν μπορούσαν να βρουν τρόπο να συναντηθούν, ώσπου μια μέρα η τραγουδίστρια τηλεφώνησε από το Βερολίνο ότι θα βρισκόταν εκεί για μερικές μέρες και ρωτούσε μήπως μπορούσε να γίνει εκεί το ραντεβού. Το Βερολίνο ήταν η πόλη της μοιραίας επιστολής, ήταν σαφές ότι ο κύκλος είχε κλείσει.

Συμπτώσεις και τυχαία γεγονότα καθορίζουν τη ζωή όλων μας, η διαφορά είναι ότι η Σοφί Καλ τα αξιοποιεί για να κάνει τέχνη. Την ώρα που της γινόταν η πρόταση να εκπροσωπήσει τη Γαλλία στην Μπιενάλε, χτυπούσε το άλλο τηλέφωνο και η μητέρα της τής ανακοίνωσε ότι της μένει ένας μήνας ζωής. «Τι κρίμα που δεν θα είμαι εκεί!», είπε η μητέρα της όταν της μίλησε για τη Βενετία. Λίγες μέρες αργότερα, η Σοφί βιντεοσκόπησε τις τελευταίες της στιγμές: έντεκα λεπτά, στη διάρκεια των οποίων δεν ήξερε αν η μητέρα της ζούσε ακόμη ή είχε πεθάνει. Το βίντεο αυτό, με τίτλο «Δεν μπόρεσα να συλλάβω τον θάνατο», θα προβληθεί και αυτό στην Μπιενάλε, από το Διεθνές Περίπτερο. Η μητέρα της θα είναι τελικά παρούσα στη Βενετία.




posted by Μιχάλης Μητσός @ 9:45 πμ 5 comments
(απο το blog :diastaseis.blogspot.com)

Κοκαινη στον Αερα της Ρωμης

Κοκαΐνη στον αέρα της Ρώμης

΄Ιχνη κοκαΐνης στην ατμόσφαιρα της Ρώμης διαπιστώνει έρευνα του Εθνικού Κέντρου Ερευνών της Ιταλίας. Οι τιμές είναι πολύ κάτω από τα επιτρεπτά όρια και δεν προκαλούν ανησυχία, δείχνουν όμως ότι η χρήση κοκαΐνης στην ιταλική πρωτεύουσα είναι διαδεδομένη.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε διάστημα δέκα μηνών σε περιοχές της Ρώμης που η χρήση κοκαΐνης θεωρείται σίγουρη. Είναι η πρώτη έρευνα αυτού του είδους στον κόσμο.

Πρώτη στις τιμές της κόκας με 0,9 νανογραμμάρια στην ατμόσφαιρα έρχεται η περιοχή του Πανεπιστημίου της πόλης Σαπιέντσα που φιλοξενεί πάνω από 120.000 φοιτητές. Ακολουθεί η περιοχή της Βία Βενέτο, το πάρκο της Βίλας Αντα και η Τσινετσιτά.

Σύμφωνα με το χημικό Αντζελο Τσετσινάτο που είχε την επίβλεψη της έρευνας, «η πανεπιστημιούπολη είναι η πλέον μολυσμένη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εδώ τα ναρκωτικά είναι πιο διαδεδομένα όσον αφορά την χρήση και το εμπόριο. Θα πρέπει ακόμη να κάνουμε κι άλλες έρευνες για να ανακαλύψουμε το γιατί. Διαφορετικά πως να ερμηνεύσουμε ότι βρήκαμε κοκαΐνη και κοντά σε ένα παιδικό σταθμό».

Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στον ιταλικό τύπο, περίπου 25 χιλιάδες άτομα κάνουν χρήση ναρκωτικών στη Ρώμη. Περίπου οι μισοί από αυτούς κάνουν χρήση κοκαΐνης. Σε ολόκληρη την Ιταλία, οι χρήστες κοκαΐνης σε καθημερινή βάση ανέρχονται σε 90 χιλιάδες και ξοδεύουν 4 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Το 90 τοις εκατό των χαρτονομισμάτων στην Ιταλία, και ιδίως το χαρτονόμισμα των 20 ευρώ, φέρουν ίχνη κοκαΐνης.

(απο Flash.gr 11/6/07)

Live Their Myth και ο Αισωπος..

Live their myth
Ας υποθέσουμε ότι έχετε 280 εκατ. ευρώ (στα νησιά Κέιμαν θα ήσασταν ήδη). Και ο χρηματιστής αυξάνει τα κέρδη σας κατά 5 εκατ ευρώ. Στη συνέχεια, χωρίς εντολή σας, παίρνει τα 2 από τα 5 εκατ. ευρώ για να καλύψει τη μαύρη τρύπα άλλου πελάτη. Και σας λέει ότι δεν χάσατε τίποτα, από τα κέρδη σας τα πήρε. Το ίδιο λέει και το οικονομικό επιτελείο: «Από τα κέρδη του ομολόγου θα καλύψουμε τους τόκους και τις μίζες». Λες και το όποιο κέρδος δεν είναι περιουσία του ελληνικού λαού. Λες και τα κεφάλαια που διαχειρίζονται οι «άνευ χαρτοφυλακίου» υπουργοί είναι από τη δική τους τσέπη. Οπως λέει και ο Αίσωπος, όταν ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο ξέχασε να βάλει μέσα του τη Ντροπή. Και προσπαθούν να μας κοιμίσουν με παραμύθια. Live their myth.

Υ.Γ. Σύσκεψη, μέσα στο αυτοκίνητο, πηγαίνοντας στο Καμένα Βούρλα, είχε ο πρωθυπουργός με Μεϊμαράκη, Παυλόπουλο, Ρουσόπουλο. Κυβέρνηση του «δρόμου» !

Μιχ.Πολυδώρου
(απο το site του Flash.gr 11/6/07)


Friday, June 8, 2007

Ο Γλαρος Ιωναθαν

Richard Bach - Ὁ Γλάρος Ἰωνάθαν
[Εἰσαγωγικά] [Μέρος Πρῶτο] [Μέρος Δεύτερο] [Μέρος Τρίτο]


--------------------------------------------------------------------------------

Εἰσαγωγικά
Richard Bach - Jonathan Livingston Seagull, a story. 1970
Photos: Rusell Munson Ρίτσαρντ Μπάχ - Ὁ Γλάρος Ἰωνάθαν
Ἑλληνικὴ ἀπόδοση
From Wikipedia, the free encyclopedia
Jonathan Livingston Seagull (ISBN 0380012863), written by Richard Bach, is a fable about a seagull learning about life and flight, and a homily about self-perfection and self-sacrifice. First published in 1970 as “Jonathan Livingston Seagull — a story”, it became a favourite on American university campuses. By the end of 1972, over a million copies were in print, Reader’s Digest had published a condensed version, and the book reached the top of the New York Times bestseller list where it remained for 38 weeks. It is still in print as of 2006.

Bach said the book was inspired by John H. "Johnny" Livingston, a barnstorming pilot during the 1920's and 1930's.

The novel tells the story of Jonathan Livingston Seagull, a seagull who is seized by a passion for flight. He pushes himself, learning everything he can about flying, until finally his unwillingness to conform results in his expulsion from his clan. An outcast, he continues to learn, becomes increasingly pleased with his abilities and leads an idyllic life.

Plot Summary
One day, Jonathan is met by two seagulls, who take him to a “higher plane of existence”, where he meets other gulls who love to fly. He discovers that his sheer tenacity and desire to learn make him “a gull in a million”. Jonathan befriends the wisest gull in this new place, named Chiang, who takes him beyond his previous learning, teaching him how to move instantaneously to anywhere else in the universe. The secret, Chiang says, is to “begin by knowing that you have already arrived”.

Not satisfied with his new life, Jonathan returns to Earth to find others like him, to bring them his learning and to spread his love for flight. His mission is successful, gathering around him others who have been outlawed for not conforming. Ultimately, one of his students, Fletcher Lynd Seagull, becomes a teacher in his own right and Jonathan leaves to continue his learning. In some ways, this section is as much a story of Fletcher’s realization as of Jonathan’s continued learning.

Philosophy
PHILOSOPHY comes from the Greek word meaning "love of wisdom" It is the study of beliefs and values; a system for guiding life. As we gain wisdom about life and insight into its meaning, we begin to develop our own philosophy of life.

In Richard Bach's story of Jonathan Livingston Seagull, the author presents his philosophy of life. He uses a literary device called symbolism to get his main points across. A symbol is something that represents or stands for an abstract idea.

The New York Times, July 3, 1974
Des Moines, Iowa, July 2 - John H. Livingston, the man who inspired the best-selling novel "Jonathan Livingston Seagull," died Sunday at the Pompano Beach (Fla.) Airport soon after completing his last plane ride.

Richard Bach, a former Iowa Air Guard pilot, has said his best-selling book about a free-wheeling seagull was inspired by Mr. Livingston.

Johnny Livingston, as he was known, moved many years ago from Iowa to Florida. He was one of the country's top pilots during the barnstorming days of the nineteen-twenties and thirties.

From 1928 through 1933, Mr. Livingston won 79 first places, 43 seconds and 15 thirds in 139 races throughout the country, many of them at Cleveland. He won first place and $13,910 in 1928 in a cross-country race from New York to Los Angeles.

Mr. Livingston leaves his wife, Wavelle, two brothers and four sisters.
Νὰ ἕνας καινούργιος ὑπέροχος πολίτης γιὰ τὸν θαυμάσιο ἐκεῖνο κόσμο ὅπου δεσπόζει ὁ «Μικρὸς Πρίγκηπας» τοῦ Σαὶντ Ἐξυπερύ.Ὑποψιάζομαι πὼς ὅλοι ὅσοι θὰ ταξιδέψουν στοὺς κόσμους τοῦ γλάρου Ἰωνάθαν δὲν θὰ θέλουν πιὰ νὰ γυρίσουν πίσω.
ΕΡΝΕΣΤ Κ. ΓΚΑΝ
«Ὁ Ρίτσαρτ Μπὰχ πετυχαίνει δυὸ πράγματα μ᾿ αὐτὸ τὸ βιβλίο. Μοῦ χαρίζει Ὁρίζοντα. Μοῦ δίνει Νιάτα. Τὸν εὐγνωμονῶ καὶ γιὰ τὰ δυό.»
Ραίη Μπράντμπουρυ

Ὅλοι ὅσοι λατρεύουν τὴν Ἐλευθερία... ὅσοι προχωροῦν μὲ πέταγμα ὅταν ξέρουν πὼς ἔχουν δίκιο... Ὅσοι χαίρονται νὰ κάνουν κάτι καλὰ (ἀκόμη κι ἂν εἶναι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους)... Ὅσοι ξέρουν πὼς ὑπάρχουν κι ἄλλα πράγματα στὸν κόσμο ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ φαίνονται: Ὅλοι αὐτοὶ θὰ πετοῦν πάντα μαζί με τὸν γλάρο Ἰωνάθαν. Ἄλλοι πάλι, θὰ ξεφύγουν γιὰ λίγο σὲ μιὰ ὑπέροχη περιπέτεια, γεμάτη ὕψος κι ἐλευθερία. Εἴτε ἔτσι, εἴτε ἀλλοιῶς, εἶναι μιὰ σπάνια ἐμπειρία.

Ποιὸς εἶναι ὁ Ἰωνάθαν;
Νὰ ἡ ἀπορία! Ὁ μικρὸς Ἰωνάθαν δὲν εἶναι ἄραγε πάρα ἕνας ἁπλὸς γλάρος ποὺ μαθαίνει νὰ πετᾶ; Αὐτό, καὶ τίποτα ἄλλο; Εἶναι μονάχα ἕνα λευκὸ πουλὶ τῆς θάλασσας καὶ τῶν ἀνέμων;

Μὰ τότε πῶς ἐξηγεῖται νὰ τρέχουν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο νὰ ἀγοράσουν τὴν Ἱστορία του, νὰ συμμεριστοῦν τὴ δική του ἐμπειρία, καὶ νὰ τὸν ἀποθεώσουν; Γιατὶ βέβαια ὁ γλάρος Ἰωνάθαν δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ πρῶτος, οὔτε ὁ τελευταῖος, ποὺ ἀντίκρυσε τὴ μαγεία τῶν αἰθέρων! Οὔτε ὁ πρῶτος —ἢ ὁ τελευταῖος— ποὺ ὀνειρεύτηκε τὴν ἐλευθερία...

Ἑπομένως, κάτι ἄλλο πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰωνάθαν.

«Εἶναι μία βρώμικη ἱστορία», εἶπε ἕνας παπᾶς ἀπὸ τὴν Καλιφόρνια, «ἕνα βιβλίο ποὺ γκρεμίζει θεσμούς, καὶ ἀμφισβητεῖ τὶς πιὸ ἱερές μας ἀξίες, κηρύσσοντας τὸ ἀχαλίνωτο πάθος τῆς ἐλευθερίας». Ἕνας ἄλλος ἱερωμένος τὸ σύστησε στοὺς ἐνορίτες του σὰν «εὐαγγέλιο ψυχικῆς ἀνατάσεως». Μερικοὶ ἀναγνῶστες πίστεψαν πὼς στὸν γλάρο Ἰωνάθαν κρύβεται ἡ ψυχὴ τῶν ἐλευθέρων. Ἄλλοι καυχήθηκαν πὼς ἀνακάλυψαν τὸν δικό τους κόσμο. Ὁ συγγραφέας Ραίη Μπράντμπουρυ εἶπε: «Ἀνακάλυψα στὸν Ἰωνάθαν τὰ μυστικὰ θεμέλια τῆς ψυχῆς μου».

Καὶ τὸ περιοδικὸ «Τάιμ» ρώτησε τὸν Ρίτσαρτ Μπάχ, τὸν πατέρα τοῦ Ἰωνάθαν: «Μήπως εἶστε σεῖς αὐτὸς ὁ γλάρος;» Γέλασε ὁ Μπάχ: «Ἐγώ;» εἶπε. «Κάθε ἄλλο! Ὁ Ἰωνάθαν βρίσκεται ἐκεῖ, ψηλά», κι ἔδειξε τὸν οὐρανό, «ἐνῷ ἐγὼ ἱδρώνω ἐδῶ κάτω, χτυπιέμαι καὶ φτεροκοπῶ, κι ἀκόμη δὲν μπόρεσα νὰ πετάξω!» Τρόπος τοῦ λέγειν, φυσικά, γιατί ὁ Μπὰχ εἶναι ὁ πιὸ δαιμόνιος, ὁ πιὸ «τρελός», ἀλλὰ καὶ ὁ πιὸ ἔμπειρος ἐρασιτέχνης ἀεροπόρος τῆς Ἀμερικῆς. Κι ὅσο γιὰ τὸν γλάρο του, αὐτὸς ἔχει «ἀπογειωθεῖ» ἐδῶ κι ἕνα χρόνο... πουλώντας κάπου 50.000 ἀντίτυπα τὴν ἡμέρα.

Ἕνα ἐπαναστατικὸ παραμύθι
«Ἀπὸ μία ἄποψη», εἶπε ἕνας κριτικός της Νέας Ὑόρκης, «αὐτὸς ὁ Ἰωνάθαν εἶναι ἕνα πελώριο μαρξιστικὸ παραμύθι». Τὸ ζήτημα εἶναι ὅμως πῶς ξυπνᾷς ὕστερα ἀπὸ ἕνα τέτοιο παραμύθι. Κατὰ τοὺς φίλους τοῦ Μπάχ, πιὸ ὥριμος. Κατὰ τοὺς ἐχθρούς του, πιὸ συνεπαρμένος —καὶ ἴσως ἐπικίνδυνος. Γιατί ἄραγε ἀρνοῦνταν ὅλοι οἱ ἐκδότες τῆς Ἀμερικῆς ν᾿ ἀναλάβουν αὐτὸ τὸ βιβλίο ἐπὶ τρία χρόνια; «Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω», εἶπε ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, «ἂν εἶναι γιὰ παιδιὰ ἢ γιὰ μεγάλους».

Σὰν τὶς παράξενες πολύχρωμες πινακίδες τῶν ψυχοτέστ, ὁ γλάρος Ἰωνάθαν παίρνει ἄλλη μορφή, ἀνάλογα μὲ τὸν κάθε ἀναγνώστη. Ἡ ἐπιτυχία του ὅμως ὀφείλεται στὴν ἁπλότητα τοῦ μύθου καὶ τῆς ἀφήγησης. «Δὲν ξέρω τί ἤθελα νὰ πῶ μὲ τὸν Ἰωνάθαν», παραδέχτηκε ὁ Μπάχ. «Τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔγραφα, τὸ χέρι μου πήγαινε μόνο του. Λὲς καὶ τὸ ἔσπρωχνε κάποιος ἄλλος. Ὅταν τὸ λέω αὐτό, μὲ ἀποκαλοῦν τρελό».

Ἴσως ὅμως οἱ ὄμορφες ἱστορίες νὰ μὴ γράφονται παρὰ μόνον ἔτσι: Ἀπὸ ἕνα χέρι ποὺ τρέχει σὰν τρελὸ πάνω ἀτὸ χαρτί, ἀποτυπώνοντας σκέψεις ἁπλές, στοιχειώδεις, χωρὶς φραστικὰ πυροτεχνήματα, χωρὶς ἀκροβασίες, ἀλλὰ μὲ ἕνα περίεργο «βάθος».

Ἢ... ὕψος;
Γιατὶ αὐτὸ τὸ «ἀναρχικὸ παραμύθι» διαδραματίζεται στὰ ὕψη! Παίζεται σ᾿ ἕνα ἐπίπεδο πολὺ πιὸ πάνω ἀπ᾿ τὸ καθημερινό, κι ὅμως πολὺ πιὸ σίγουρο, πιὸ σταθερὸ καὶ αἰώνιο. Ἔχει νὰ κάνει, ἀσφαλῶς, μὲ τὶς δονήσεις μιᾶς χορδῆς, τεντωμένης ἀπ᾿ τὴ μιὰ ἄκρη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ὡς τὴν ἄλλη. Κι ἂν γεννάει ἐρωτήματα, ἀμφιβολίες, καχυποψία στὸν πραγματιστὴ ἀναγνώστη, μαγεύει ὅμως τὸν νοῦ, καὶ ἠλεκτρίζει τὴ φαντασία... Κάτι τέτοιο, περίπου, εἶναι ὁ γλάρος Ἰωνάθαν.


Στὸν πραγματικὸ Γλάρο Ἰωνάθαν,
ποὺ ζεῖ στὸν καθένα μας


Μέρος Πρῶτο
Ἦταν πρωὶ κι ὁ καινούργιος ἥλιος λαμπύριζε χρυσαφένιος πάνω στοὺς κυματισμοὺς μιᾶς ἤρεμης θάλασσας.

Ἕνα μίλι ἀπ᾿ τὴν ἀκτή, μιὰ ψαρόβαρκα ἔπαιζε μὲ τὸ νερό, καὶ τὸ σύνθημα νὰ μαζευτεῖ τὸ σμῆνος γιὰ πρόγευμα πέρασε σὰν ἀστραπὴ στὸν ἀέρα, καὶ τότε ἕνα σύννεφο ἀπὸ χίλιους γλάρους ᾖρθε νὰ παλέψει πονηρὰ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει κάποια κομμάτια τροφῆς. Ἄρχιζε μιὰ καινούργια μέρα γεμάτη δουλειά. Πολὺ πιὸ πέρα ὅμως, ὁλομόναχος, πετώντας μακριὰ ἀπ᾿ τὴ βάρκα καὶ τὴν ἀκτή, ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος συνέχιζε τὶς ἀσκήσεις του. Ἀπὸ ὕψος ἑκατὸ πόδια, ψηλὰ στὸν οὐρανό, χαμήλωσε τὰ παλαμωτά του πόδια, σήκωσε τὸ ράμφος του καὶ πάσχισε νὰ ἐπιβάλει στὰ φτερά του μιὰ ὀδυνηρή, δύσκολη, στριφτὴ καμπύλη. Μιὰ τέτοια καμπύλη τοῦ ἐπέτρεπε νὰ πετάξει μὲ μικρὴ ταχύτητα καὶ τώρα πετοῦσε ὅλο καὶ πιὸ ἀργὰ ὥσπου ὁ ἄνεμος ἔγινε ἕνα ψιθύρισμα στὸ πρόσωπό του, ὥσπου τὸ πέλαγο στάθηκε ἀκίνητο κάτω. Στένεψε τὰ μάτια του σὲ ἐντατικὴ αὐτοσυγκέντρωση, κράτησε τὴν ἀνάσα του, μὲ δύναμη θέλησε νὰ δώση... ἕνα... ἀκόμα... ἑκατοστό... κλίσης... στὴν καμπύλη. Ὕστερα τὰ φτερά του ζάρωσαν, ἔχασε τὸν ἔλεγχο κι᾿ ἔπεσε.

Οἱ γλάροι, ὅπως ξέρετε, δὲν χάνουν ποτὲ τὴ σταθερότητα, δὲν χάνουν ποτὲ τὸν ἔλεγχό τους. Νὰ χάσουν τὸν ἔλεγχο τῆς πτήσης τους εἶναι γι᾿ αὐτοὺς ντροπή, εἶναι ἐξευτελισμός.

Ὅμως ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος, ποὺ δίχως ντροπὴ ἅπλωσε ξανὰ τὶς φτεροῦγες του πετώντας στὴν ἴδια κείνη τρεμάμενη δύσκολη καμπύλη - ὅλο καὶ πιὸ ἀργά, πιὸ ἀργὰ καὶ πάλι χάνοντας τὸν ἔλεγχό του - δὲν ἦταν ἕνα κοινὸ πουλί.

Οἱ περισσότεροι γλάροι δὲ νοιάζονται νὰ μάθουν παρὰ μόνο τὰ πιὸ βασικὰ πράγματα γιὰ τὸ πέταγμα — πῶς νὰ πετοῦν ἀπ᾿ τὴν ἀκτή στὴν τροφή τους καὶ πίσω πάλι. Γιὰ τοὺς περισσότερους γλάρους σημασία δὲν £ἔχει τὸ πέταγμα, ἀλλὰ τὸ φαγητό. Γιὰ τοῦτον, ὅμως, τὸ γλάρο σημασία δὲν εἶχε τὸ φαγητό, ἀλλὰ τὸ πέταγμα. Πάνω ἀπὸ κάθε τι ἄλλο, ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἀγαποῦσε νὰ πετάει.

Ἕνας τέτοιος τρόπος σκέψης δὲν ἦταν, καθὼς ἀνακάλυψε, τὸ καλύτερο μέσο γιὰ νὰ γίνεις ἀγαπητὸς στ᾿ ἄλλα πουλιά. Ἀκόμα καὶ οἱ γονεῖς του ἔνιωθαν ἀπογοήτευση ὅταν ὁ Ἰωνάθαν περνοῦσε μέρες ὁλόκληρες μόνος, κάνοντας ἑκατοντάδες χαμηλὲς πτήσεις μὲ ἀκίνητα φτερά, κάνοντας δοκιμές.

Δὲν ἤξερε λόγου χάρη τὸ γιατί, ὅμως, ὅταν πετοῦσε πάνω ἀπ᾿ τὸ νερό, σὲ ὕψος μικρότερο ἀπ᾿ τὸ μισὸ ἄνοιγμα τῶν φτερῶν του, μποροῦσε νὰ μείνει στὸν ἀέρα περισσότερο καὶ μὲ μικρότερη προσπάθεια. Οἱ πτήσεις μὲ ἀκίνητα τὰ φτερά του τέλειωναν ὄχι μὲ τὸ συνηθισμένο πλατσούρισμα τῶν ποδιῶν στὴ θάλασσα, ἀλλὰ μ᾿ ἕνα μακρύ, πλατὺ αὐλάκι καθὼς ἄγγιζε τὴν ἐπιφάνεια μὲ τὰ πόδια του ἀεροδυναμικὰ δεμένα πάνω στὸ κορμί του. Ὅταν ἄρχισε νὰ γλιστρᾷ γιὰ νὰ προσγειωθεῖ μὲ μαζεμένα τὰ πόδια του στὴν παραλία, ὅταν δρασκέλιζε τὸ μῆκος τῆς γλίστρας του στὴν ἄμμο, οἱ γονεῖς του ἦσαν ἀλήθεια πολὺ ἀπογοητευμένοι.

«Γιατί Ἴων, γιατί;» ρωτοῦσε ἡ μάνα του. «Γιατί εἶναι τόσο δύσκολο, Ἴων, νὰ εἶσαι ὅπως ὅλα τ᾿ ἄλλα πουλιὰ στὸ σμῆνος; Γιατί δὲν μπορεῖς ν᾿ ἀφήσεις τὸ χαμηλὸ πέταγμα στοὺς ἄλμπατρος, στοὺς πελεκάνους; Γιατί δὲν τρῷς; Γιόκα μου, εἶσαι φτερὸ καὶ κόκαλο!».

«Μάνα, δὲ μὲ πειράζει νἆμαι φτερὸ καὶ κόκαλο. Θέλω μόνο νὰ ξέρω τί μπορῶ καὶ τί δὲ μπορῶ νὰ κατορθώσω στὸν ἀέρα. Τίποτ᾿ ἄλλο. Θέλω νὰ ξέρω».

«Ἄκου ἐδῶ Ἰωνάθαν», εἶπε ὁ πατέρας του, ὄχι δίχως καλοσύνη. «Ὁ χειμῶνας πλησιάζει. Οἱ βάρκες θἆναι λιγοστὲς καὶ τ᾿ ἀφρόψαρα θὰ κολυμποῦν βαθιά. Ἂν πρέπει κάτι νὰ μελετήσεις, μελέτα τὴν τροφὴ καὶ πῶς νὰ τὴν ἐξασφαλίσεις. Αὐτὴ ἡ ὑπόθεση μὲ τὶς πτήσεις εἶναι πολὺ καλή, ἀλλὰ μιὰ πτήση μ᾿ ἀκίνητα φτερὰ δὲν τρώγεται. Τὸ ξέρεις. Μὴ ξεχνᾷς πὼς ἂν πετᾶς εἶναι γιὰ νὰ τρῶς».

Ὁ Ἰωνάθαν ἔσκυψε τὸ κεφάλι ὑπάκουα. Γιὰ λίγες μέρες προσπάθησε νὰ φερθεῖ ὅπως οἱ ἄλλοι γλάροι· προσπάθησε στ᾿ ἀλήθεια, κρώζοντας καὶ πολεμώντας μὲ τὸ σμῆνος γύρω στὶς ἀποβάθρες καὶ τὶς ψαρόβαρκες, βουτώντας πάνω σὲ ἀποκόμματα ψάρι καὶ ψωμί. Κι᾿ ὅμως δὲν τὰ κατάφερνε.

Δὲν ἔχει κανένα νόημα, σκέφτηκε, ἀφήνοντας σκόπιμα νὰ πέσει, ἀφοῦ τὴν κέρδισε μὲ χίλιους κόπους, μιὰ ἀντσούγια σ᾿ ἕναν πεινασμένο γερογλάρο ποὺ τὸν κυνηγοῦσε. Θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀσχοληθῶ ὅλ᾿ αὐτὸ τὸ διάστημα μαθαίνοντας νὰ πετάω. Ἔχει τόσα νὰ μάθει κανείς!

Καὶ πολὺ σύντομα ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ξανάφυγε μόνος πάλι, πέρα στ᾿ ἀνοιχτά, πεινασμένος, εὐτυχισμένος, μαθαίνοντας.

Θέμα ἦταν ἡ ταχύτητα, καὶ μὲ μία βδομάδα ἐξάσκηση ἔμαθε γιὰ τὴν ταχύτητα πολλὰ περισσότερα ἀπὸ τὸν πιὸ γρήγορο γλάρο στὸν κόσμο.

Ἀπὸ χίλια πόδια ὕψος, ἀφοῦ κουνοῦσε τὰ φτερά του ὅσο πιὸ δυνατὰ μποροῦσε, ξεκινοῦσε μίαν ἀκάθεκτη κατάδυση πρὸς τὰ κύματα, καὶ μάθαινε γιατὶ οἱ γλάροι δὲν κάνουν κάθετες καταδύσεις μ᾿ ὅλη τους τὴν ὁρμή. Σ᾿ ἕξη μόλις δευτερόλεπτα πετοῦσε μ᾿ ἑβδομῆντα μίλια τὴν ὥρα καὶ στὴν ταχύτητα αὐτὴ ἡ φτεροῦγα «παίζει», ὅταν βρίσκεται στὴν πάνω της κίνηση.

Αὐτὸ ἔγινε ξανὰ καὶ ξανά. Καθὼς ἦταν προσεχτικός, καὶ καθὼς δούλευε ἐξαντλώντας ὅλες του τὶς ἱκανότητες, ἔχανε τὸν ἔλεγχό του σὲ πολὺ μεγάλη ταχύτητα.

Ἀνέβαινε χίλια πόδια ψηλά. Μ᾿ ὅλη του τὴ δύναμη πετοῦσε πρῶτα μπροστά, κι᾿ ὑστέρα μονομιᾶς, φτερουγίζοντας, ἄρχιζε τὴν κάθετη βουτιά. Τότε, κάθε φορά, ἡ ἀριστερὴ φτεροῦγα του ἔχανε τὸν ἔλεγχο στὴν πάνω κίνηση, κατρακυλοῦσε κεῖνος ἀπότομα ἀριστερά, ἔχανε τὸν ἔλεγχο τῆς δεξιᾶς φτερούγας προσπαθώντας νὰ τὴν ἐπαναφέρει, καὶ τιναζόταν σὰν φωτιὰ σ᾿ ἕνα τρελλὸ στριφτὸ κουτρουβάλιασμα πρὸς τὰ δεξιά.

Ὅλη του ἡ προσοχὴ δὲν ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ ἐλέγξει ἐκείνη τὴν κίνηση τῆς φτερούγας. Προσπάθησε δέκα φορές, καὶ κάθε φορά, καθὼς ξεπερνοῦσε τὰ ἑβδομήντα μίλια τὴν ὥρα, γινόταν ξαφνικὰ μιὰ ἀνάκατη μάζα ἀπὸ φτερά, δίχως ἔλεγχο, ποὺ γκρεμιζόταν στὴ θάλασσα.

Τὸ κλειδί, σκέφτηκε στὸ τέλος, μούσκεμα ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ νερό, θὰ εἶναι νὰ κρατᾷς τὰ φτερὰ ἀκίνητα στὶς μεγάλες ταχύτητες - νὰ φτερουγίζεις ὡς τὰ πενήντα κι ὕστερα νὰ κρατᾶς τὰ φτερὰ ἀκίνητα.

Ξαναδοκίμασε ἀπὸ τὰ δυὸ χιλιάδες πόδια, κατρακυλώντας στὴ βουτιά του, μὲ τὸ ράμφος ἴσια κάτω, τὶς φτεροῦγες ὀρθάνοιχτες καὶ σταθερὲς μόλις πάτησε τὰ πενήντα μίλια τὴν ὥρα. Χρειάστηκε τρομακτικὴ δύναμη, ἀλλὰ τὸ πέτυχε. Σὲ δέκα δευτερόλεπτα πέρασε σὰν καπνὸς ἐνενήντα μίλια τὴν ὥρα. Ὁ Ἰωνάθαν εἶχε πετύχει μιὰ παγκόσμια ἐπίδοση ταχύτητας γιὰ γλάρους!

Ἡ νίκη, ὅμως, δὲν βάσταξε πολύ. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἄρχισε τὴν ἀνάδυση, τὴ στιγμὴ ποὺ ἄλλαξε τὴ γωνία τῶν φτερῶν του, ἀντιμετώπισε τὴν ἴδια τρομαχτικὴ ἀνεξέλεγκτη καταστροφή, ποὺ μὲ ταχύτητα ἐνενήντα μίλια τὴν ὥρα τὸν κτύπησε σὰν κεραυνός. Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἔσκασε στὸν ἀέρα καὶ γκρεμοτσακίστηκε πάνω σὲ μιὰ θάλασσα σκληρὴ σὰν πέτρα.

Ὅταν συνῆλθε εἶχε πιὰ νυχτώσει, κι᾿ ἔπλεε στὸ φεγγαρόφωτο πάνω στὴν ἐπιφάνεια τοῦ πελάγου. Οἱ φτεροῦγες του ἦσαν σὰ κουρελιασμένα κομμάτια μολύβι, ἀλλὰ τὸ βάρος τῆς ἀποτυχίας ἦταν πάνω στὴν πλάτη του ἀκόμα πιὸ βαρύ. Θἄθελε, ἔτσι ἀδύναμος, τὸ βάρος νὰ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ τὸν παρασύρει ἀπαλὰ ὡς τὸ βυθό, καὶ νὰ τελειώναν ὅλα.

Καθὼς βούλιαξε χαμηλὰ στὸ νερό, μιὰ παράξενη κούφια φωνὴ ἀντήχησε μέσα του. Δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ ξεφύγω. Εἶμαι γλάρος. Εἶμαι ἀπ᾿ τὴν φύση μου περιορισμένος. Ἂν ἤμουν φτιαγμένος νὰ μάθω τόσα πολλὰ γιὰ τὸ πέταγμα θἆχα διαγράμματα ἀντὶ γιὰ μυαλό. Ἂν ἤμουν φτιαγμένος νὰ πετάω σὲ τέτοιες ταχύτητες, θἆχα μικρὲς φτεροῦγες ὅπως τὸ γεράκι καὶ θἄτρωγα ποντίκια, ὄχι ψάρια. Ὁ πατέρας μου εἶχε δίκιο. Πρέπει νὰ τὶς ξεχάσω αὐτὲς τὶς τρέλες. Πρέπει νὰ πετάξω πίσω στὸ σμῆνος καὶ ν᾿ ἀρκεσθῶ σ᾿ αὐτὸ ποὺ εἶμαι, ἕνας φουκαριάρης γλάρος.

Ἡ φωνὴ ἔσβησε, ὁ Ἰωνάθαν συμφώνησε. Ἡ θέση ἑνὸς γλάρου τὴ νύχτα εἶναι στὴ στεριά, κι᾿ ἀπὸ τούτη τὴ στιγμή, ὁρκίστηκε, θὰ γινόταν ἕνας φυσιολογικὸς γλάρος. Ὅλοι θἆταν ἔτσι πιὸ εὐτυχισμένοι. Κουρασμένος ἔφυγε ἀπ᾿ τὰ σκοτεινὰ νερὰ καὶ πέταξε πρὸς τὴ στεριά, κι᾿ εὐγνωμονοῦσε τὰ ὅσα εἶχε μάθει γιὰ τὸ ξεκούραστο χαμηλὸ πέταγμα.

Ὅμως ὄχι, συλλογίστηκε. Πάει, τέλειωσα μ᾿ ὅ,τι ἤμουν, πάει, τέλειωσα μ᾿ ὅ,τι ἔμαθα. Εἶμαι γλάρος ὅπως κάθε ἄλλος γλάρος καὶ θὰ πετάω σὰ γλάρος. Κι᾿ ἔτσι ἀνέβηκε μὲ κόπο ἑκατὸ πόδια ψηλὰ καὶ φτερούγισε πιὸ δυνατά, γιὰ νὰ φτάση γρήγορα στὴν ἀκτή.

Ἔνιωσε καλύτερα μὲ τὴν ἀπόφασή του νὰ εἶναι μόνο ἕνα ἁπλὸ μέλος στὸ σμῆνος. Δὲν θὰ ἦταν πιὰ δεμένος στὴ δύναμη ποὺ τὸν τράβηξε στὴ μάθηση, δὲν θὰ ὑπῆρχαν ἄλλες προκλήσεις κι ἄλλες ἀποτυχίες. Κι ἦταν ὄμορφο νὰ μὴ σκέφτεσαι, καὶ νὰ πετᾶς στὸ σκοτάδι πρὸς τὰ φῶτα πάνω ἀπ᾿ τὴν ἀκτή.

Σκοτάδι! Ἡ κούφια φωνὴ στρίγγλισε τρομαγμένη. Οἱ γλάροι ποτὲ δὲν πετοῦν στὸ σκοτάδι!

Ὁ Ἰωνάθαν δὲν εἶχε τὴν προδιάθεση ν᾿ ἀκούσει. Τί ὄμορφα ποὺ εἶναι, σκέφτηκε. Τὸ φεγγάρι καὶ τὰ φῶτα νὰ τρεμοσβήνουν πάνω στὸ νερό, καὶ ν᾿ ἁπλώνουν μέσ᾿ στὴ νύχτα φωτερὰ μονοπάτια, κι ὅλα τόσο εἰρηνικὰ κι᾿ ἀκίνητα...

Κατέβα! Οἱ γλάροι δὲν πετοῦν ποτὲ στὰ σκοτεινά! Ἂν ἤσουν φτιαγμένος γιὰ νὰ πετᾶς στὸ σκοτάδι θά 'χες μάτια κουκουβάγιας! Θά 'χες σχεδιαγράμματα στὸ κεφάλι σου, ὄχι μυαλό! Θὰ 'χες κοντὰ φτερὰ ὅπως τὸ γεράκι!

Ἐκεῖ, μέσα στὴ νύχτα, ἑκατὸ πόδια ψηλὰ στὸν ἀέρα, ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἔπαιξε τὸ μάτι. Ὁ πόνος του, οἱ ἀποφάσεις του ἔγιναν καπνός. Κοντὰ φτερά. Κοντὰ φτερὰ ὅπως τὸ γεράκι! Νὰ ἡ λύση! Τί βλάκας ποὺ ἤμουν! Μοῦ ἀρκεῖ ἕνα τόσο δὰ φτερό, ἀρκεῖ ν᾿ ἀναδιπλώσω τὶς φτεροῦγες μου καὶ νὰ πετάω μόνο μὲ τὶς ἄκρες τους! Κοντὰ φτερά!

Ἀνέβηκε δυὸ χιλιάδες πόδια πάνω ἀπ᾿ τὴ σκοτεινὴ θάλασσα καὶ δίχως νὰ συλλογιστεῖ οὔτε στιγμὴ τὴν ἀποτυχία ἢ τὸ θάνατο, ἔφερε τὸ μπρὸς μέρος τῆς κάθε του φτερούγας σφιχτὰ πάνω στὸ σῶμα του, ἄφησε μόνο σὰ στενὰ λεπίδια τὶς ἄκρες τους νὰ ξεπεταχτοῦν στὸν ἀέρα, καὶ ἔπεσε σὲ κάθετη πτήση.

Ὁ ἀέρας μούγγριζε σὰ θεριὸ στὸ κεφάλι του. Ἑβδομήντα μίλια τὴν ὥρα, ἐνενήντα, ἑκατὸν εἴκοσι καὶ πιὸ γρήγορα ἀκόμα. Τώρα ἡ πίεση τοῦ ἀέρα, στὰ ἑκατὸ σαράντα μίλια τὴν ὥρα, ἦταν πολὺ λιγότερη ἀπ᾿ ὅ,τι πρὶν στὰ ἑβδομῆντα, καὶ μὲ μιὰ ἐλάχιστη στροφὴ στὶς ἄκρες τῶν φτερῶν του βγῆκε ἄνετα ἀπ᾿ τὴν κατάδυσή του καὶ τινάχτηκε πρὸς τὰ πάνω, μακριὰ ἀπ᾿ τὰ κύματα, σὰ μιὰ σταχτιὰ ὀβίδα στὸ φεγγαρόφωτο.

Ἔκλεισε σχεδὸν ὁλότελα τὰ μάτια του ἀπέναντι στὸν ἄνεμο κι᾿ ἔνιωσε χαρά. Ἑκατὸ σαράντα μίλια τὴν ὥρα! καὶ μὲ ἀπόλυτο ἔλεγχο! Ἂν βουτήξω ἀπὸ τὰ πέντε χιλιάδες πόδια, ἀντὶ ἀπὸ τὰ δυὸ χιλιάδες, πόσο γρήγορα ἄραγε...

Οἱ προηγούμενοι ὅρκοι του ξεχάστηκαν, σκορπίστηκαν μακριὰ μέσα στὸ μεγάλο γρήγορο ἄνεμο. Κι᾿ ὅμως δὲν ἔνιωσε ἔνοχος, καθὼς καταπατοῦσε τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε δώσει. Τέτοιες ὑποσχέσεις εἶναι μόνο γιὰ τοὺς γλάρους ποὺ ἀποδέχονται τὰ συνηθισμένα. Ὅποιος ἀρίστευσε μαθαίνοντας, δὲν χρειάζεται τέτοιες ὑποσχέσεις.

Μὲ τὴν ἀνατολή, ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἄρχισε πάλι τὴν ἐξάσκησή του. Ἀπὸ ὕψος πέντε χιλιάδες πόδια οἱ ψαρόβαρκες ἦσαν βουλίτσες πάνω στὸ λεῖο γαλανὸ νερό, τὸ Σμῆνος στὸ Πρόγευμα ἕνα ἀχνὸ σύννεφο ἀπὸ μικροσκοπικὰ σκονάκια, νὰ στροβιλίζονται. Ἦταν ζωντανός, τρέμοντας λίγο ἀπὸ χαρά, περήφανος ποὺ κυριαρχοῦσε τώρα πάνω στὸ φόβο του. Ὕστερα δίχως ἐπισημότητες μάζεψε τὶς φτεροῦγες του, ἅπλωσε τὶς κοντὲς λοξὲς ἄκρες τῶν φτερῶν του καὶ βούτηξε ἀμέσως πρὸς τὴ θάλασσα. Ὅταν πέρασε τὶς τέσσερεις χιλιάδες πόδια, εἶχε φτάσει τὴν ὁριακὴ ταχύτητα, ὁ ἀέρας ἦταν ἕνα στέρεο φράγμα ἤχου ἀπέναντι στὸ ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ κινηθεῖ πιὸ γρήγορα. Πετοῦσε τώρα ἴσια κάτω, μὲ ταχύτητα διακόσια δεκατέσσερα μίλια τὴν ὥρα. Ξεροκατάπιε, γιατί ἤξερε πὼς ἂν τὰ φτερά του ἄνοιγαν σ᾿ αὐτὴ τὴ ταχύτητα, θὰ γινόταν ἕνα ἑκατομμύριο κομματάκια γλάρου. Ἡ ταχύτητα ὅμως ἦταν δύναμη, καὶ ἡ ταχύτητα ἦταν χαρά, καὶ ἡ ταχύτητα ἦταν ἀπόλυτη ὀμορφιά.

Ἄρχισε τὴν ἀνάσχεση στὰ χίλια πόδια, οἱ ἄκρες τῶν φτερῶν του ἔτριζαν κι᾿ ἄναβαν σ᾿ αὐτὸ τὸν τρομακτικὸ ἄνεμο, ἡ βάρκα καὶ τὸ πλῆθος τῶν γλάρων ἔρχονταν κατὰ πάνω του καὶ μεγάλωναν μὲ ἀστραπιαία ταχύτητα, πάνω στὸ δρόμο του.

Δὲν μποροῦσε νὰ σταματήσει· δὲν ἤξερε ἀκόμα οὔτε πῶς νὰ στρίψει μ᾿ αὐτὴ τὴν ταχύτητα.

Ἡ σύγκρουση θὰ σήμαινε ἀκαριαῖο θάνατο. Κι᾿ ἔτσι ἔκλεισε τὰ μάτια του.

Συνέβηκε κεῖνο τὸ πρωί, τότε, μόλις μετὰ τὸ ξημέρωμα, ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος νὰ περάσει σὰ σφαῖρα ἀπ᾿ τὸ κέντρο ἀκριβῶς τῆς συνάθροισης γιὰ Πρόγευμα τοῦ Σμήνους, σὰν ἀστραπὴ μὲ διακόσια δώδεκα μίλια τὴν ὥρα, μὲ τὰ μάτια κλειστά, σ᾿ ἕνα ἄγριο βουητὸ ἀπὸ ἀέρα καὶ φτερά. Ὁ Γλάρος Τύχη τοῦ χαμογέλασε γιὰ μιὰ φορὰ καὶ κανένας δὲ σκοτώθηκε.

Ὅταν πιὰ σήκωσε τὸ ράμφος του πρὸς τὸν οὐρανό, ἐξακολουθοῦσε νὰ κινεῖται σὰ πύρινη σφαῖρα μὲ ταχύτητα ἑκατὸν ἑξήντα μίλια τὴν ὥρα. Ὅταν σιγὰ σιγὰ ἔφτασε στὰ εἴκοσι μίλια καὶ ἅπλωσε ξανὰ ἐπιτέλους τὰ φτερά του, ἡ βάρκα ἦταν σὰ ψίχουλο πάνω στὴ θάλασσα, τέσσερεις χιλιάδες πόδια κάτω. Σκέφτηκε τὸ θρίαμβο. Ὁριακὴ ταχύτητα! Ἕνας γλάρος πετᾶ μὲ ταχύτητα διακόσια δέκα τέσσερα μίλια τὴν ὥρα! Ἦταν μιὰ Κατάκτηση, ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη, ἡ μοναδικὴ στιγμὴ στὴν ἱστορία του Σμήνους, καὶ κείνη τὴ στιγμὴ μία καινούργια ἐποχὴ ἄνοιξε γιὰ τὸν Ἰωνάθαν Γλάρο. Ἀφοῦ πέταξε στὸ ἐρημικὸ τόπο τῆς ἐξάσκησής του, διπλώνοντας τὰ φτερά του γιὰ νὰ βουτήξει ἀπὸ ὀχτὼ χιλιάδες πόδια, βάλθηκε ἀμέσως ν᾿ ἀνακαλύψει πῶς νὰ στρίβει.

Ἀνακάλυψε πὼς ἕνα καὶ μόνο ἀκρινὸ φτερὸ ἂν κινηθεῖ ἀνὰ χιλιοστό, προκαλεῖ μία ὁμαλὴ μεγαλόπρεπη καμπύλη σὲ τρομαχτικὴ ταχύτητα. Πρὶν τὸ μάθει αὐτό, ὡστόσο, ἀνακάλυψε πὼς ἂν κουνήσει περισσότερα ἀπὸ ἕνα φτερὸ σ᾿ αὐτὴ τὴν ταχύτητα, στροβιλίζεσαι σὰ σφαίρα ὅπλου... Καὶ ὁ Ἰωνάθαν εἶχε ἔτσι γίνει ὁ πρῶτος ἀκροβάτης τοῦ ἀέρα, πρὶν ἀπὸ κάθε ἄλλο γλάρο στὸν κόσμο.

Δὲν ἔχασε καιρὸ κείνη τὴ μέρα σὲ κουβέντες μὲ ἄλλους γλάρους ἀλλὰ συνέχισε νὰ πετᾶ ὥσπου νύχτωσε. Ἀνακάλυψε τὴν ἀκροβατικὴ στροφή, τὴν ἀργὴ περιστροφή, τὴν ἀνάποδη στροφή, τὸ στροβίλισμα, τὴν τούμπα.

Ὅταν ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἔφτασε κοντὰ στὸ Σμῆνος στὴν παραλία, ἦταν νύχτα βαθιά. Ἦταν ζαλισμένος καὶ φοβερὰ κουρασμένος. Κι᾿ ὅμως άπ᾿ τὴ χαρά του προσγειώθηκε μὲ ἀκροβασία καὶ πραγματοποιώντας λίγο πρὶν ἀγγίξει τὸ ἔδαφος, μιὰ ξαφνικὴ ἀπότομη περιστροφή.

Ὅταν μάθουν, σκέφτηκε, τὴν Κατάκτηση θὰ ξετρελαθοῦν ἀπὸ χαρά. Πόσο πιὸ πλούσια γίνεται τώρα ἡ ζωή μας! Ἀντὶ γιὰ τὸ μονότονο κοπιαστικὸ πήγαινε κι᾿ ἔλα στὶς ψαρόβαρκες, ὑπάρχει ἕνα νόημα στὴ ζωή! Μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε τὴν ἄγνοια, μποροῦμε ν᾿ ἀναγνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας σὰν ὄντα ξεχωριστά, ἔξυπνα καὶ ἐπιδέξια.Μποροῦμε νὰ εἴμαστε λεύτεροι! Μποροῦμε νὰ μάθουμε νὰ πετοῦμε!

Τὰ χρόνια μπροστά του ἀντηχοῦσαν καὶ λαμπύριζαν γεμάτα ὑποσχέσεις.

Οἱ Γλάροι ἦταν μαζεμένοι στὴ Συνάθροιση τοῦ Συμβουλίου ὅταν προσγειώθηκε καὶ καθὼς φαίνεται ἦταν ἐκεῖ συγκεντρωμένοι ἀπὸ ὥρα. Γιατί, πραγματικά, περίμεναν.

«Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε! Στάσου στὸ Κέντρο!». Τὰ λόγια τοῦ Γέροντα ἀκούστηκαν μὲ μία φωνὴ ὑπέρτατης ἐπισημότητας. «Στάσου στὸ Κέντρο» σήμαινε μόνο μεγάλη ντροπὴ ἢ μεγάλη τιμή. Στὸ Κέντρο γιὰ Τιμὴ ἦταν ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο διακρίνονταν οἱ πιὸ μεγάλοι ἀρχηγοὶ τῶν γλάρων. Μὰ φυσικά, σκέφτηκε, στὸ Πρόγευμα τοῦ Σμήνους σήμερα τὸ πρωὶ εἶδαν τὴν Κατάκτηση! Ἐγὼ ὅμως δὲν θέλω τιμές. Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ γίνω ἀρχηγός. Θέλω μόνο νὰ μοιραστῶ ὅ,τι ἀνακάλυψα, νὰ δείξω τοὺς ὁρίζοντες ποὺ ἁπλώνονται μπροστά μας. Ἔκανε ἕνα βῆμα μπρός.

«Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε», εἶπε ὁ Γέροντας, «στάσου στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπὴ νὰ σὲ δοῦν οἱ σύντροφοί σου γλάροι!».

Ἦταν σὰ νὰ τὸν εἶχαν χτυπήσει μὲ σανίδα. Τὰ γόνατά του λύγισαν, τὰ φτερά του ζάρωσαν, τ᾿ αὐτιά του βούιζαν. Στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπή; Ἀδύνατο!

Ἡ Κατάκτηση! Δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν! Κάνουν λάθος, λάθος!

«...γιὰ τὴν ἐπικίνδυνη ἀνευθυνότητά του», ἡ σοβαρὴ φωνὴ ἀντηχοῦσε, «ποὺ καταπατᾶ τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν παράδοση τῆς οἰκογένειας τῶν Γλάρων»...

Νὰ σταθεῖ στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπὴ σημαίνει πὼς θὰ τὸν διώξουν ἔξω ἀπ᾿ τὴν κοινωνία τῶν γλάρων, ἀπόβλητο σὲ μοναχικὴ ζωὴ στοὺς Πέρα Βράχους.

«...κάποια μέρα, Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε, θὰ μάθεις πὼς ἡ ἀνευθυνότητα δὲν ἀποδίδει. Ἡ ζωὴ εἶναι τὸ ἄγνωστο κι᾿ αὐτὸ ποὺ παραμένει ἄγνωστο· ἕνα μόνο εἶναι γνωστό: πὼς ἐρχόμαστε στὸν κόσμο τοῦτο γιὰ νὰ τρῶμε, γιὰ νὰ παραμείνουμε ζωντανοὶ ὅσο μποροῦμε περισσότερο».

Ἕνας γλάρος δὲν ἀντιμιλᾶ ποτὲ στὸ Συμβούλιο τοῦ Σμήνους, ἀλλὰ ἡ φωνὴ τοῦ Ἰωνάθαν ξέσπασε. «Ἀνευθυνότητα; Ἀδέλφια μου!» φώναξε. «Ποιὸς εἶναι πιὸ ὑπεύθυνος ἀπὸ τὸ γλάρο ποὺ ἀνακαλύπτει κι᾿ ἀκολουθεῖ ἕνα νόημα, ἕναν ἀνώτερο σκοπὸ στὴ ζωή; γιὰ χίλια χρόνια τσαλαβουτοῦμε ψάχνοντας νὰ βροῦμε ψαροκεφαλές, ἀλλὰ τώρα ἔχουμε ἕνα σκοπὸ στὴ ζωὴ - νὰ μάθουμε, ν᾿ ἀνακαλύψουμε, νά 'μαστε λεύτεροι! Δῶστε μου μιὰ εὐκαιρία μόνο, ἀφῆστε με νὰ σὰς δείξω τί ἀνακάλυψα...».

Τὸ Σμῆνος θαρρεῖς πὼς ἦταν πέτρινο.

«Δὲν ἀνήκεις πιὰ στὴν Ἀδελφότητα» φώναξαν ὅλα μαζί, καὶ μονομιᾶς ἔκλεισαν τ᾿ αὐτιά τους καὶ τοῦ γύρισαν τὶς πλάτες.

Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος πέρασε τὶς ὑπόλοιπές του μέρες μόνος, ἀλλὰ πέταξε μακριά, πιὸ μακριὰ ἀπ᾿ τοὺς Πέρα Βράχους. Ἦταν θλιμμένος ὄχι ἀπὸ μοναξιά, ἀλλὰ γιατί οἱ γλάροι ἀρνήθηκαν νὰ πιστέψουν στὸ μεγαλεῖο τῆς πτήσης ποὺ τοὺς περίμενε· ἀρνήθηκαν ν᾿ ἀνοίξουν τὰ μάτια τους καὶ νὰ δοῦν.

Κάθε μέρα μάθαινε περισσότερα. Ἔμαθε πὼς μία βουτιὰ μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει ν᾿ ἀνακαλύψει τὰ σπάνια καὶ νόστιμα ψάρια ποὺ κολυμποῦσαν κοπαδιαστὰ δέκα πόδια κάτω ἀπ᾿ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ὠκεανοῦ: δὲ χρειαζόταν πιὰ ψαρόβαρκες καὶ μπαγιάτικο ψωμὶ γιὰ νὰ ἐπιζήσει. Ἔμαθε νὰ κοιμᾶται στὸν ἀέρα, ἀκολουθώντας νυχτερινὴ πορεία πάνω στὸ θαλασσινὸ ἀγέρι καὶ καλύπτοντας ἑκατὸ μίλια ἀπ᾿ τὸ ἡλιοβασίλεμα ὡς τὰ ξημερώματα. Μὲ τὸν ἴδιο ἐσωτερικό του ἔλεγχο, πετοῦσε μέσ᾿ ἀπὸ βαριὰ θαλασσινὴ ὁμίχλη κι᾿ ἀνέβαινε ἀκόμα πιὸ ψηλὰ στὸν ἀστραφτερὸ καθαρὸ οὐρανό... ἐνῶ τὴν ἴδια ὥρα ὅλοι οἱ ἄλλοι γλάροι στέκονταν στὴ στεριὰ μέσα στὴν καταχνιὰ καὶ τὴ βροχή. Ἔμαθε νὰ πετάει μὲ τοὺς ἀψηλοὺς ἀνέμους βαθιὰ πάνω ἀπ᾿ τὴ στεριά, νὰ βρίσκει ἐκεῖ γιὰ νὰ τραφεῖ νόστιμα ἔντομα.

Ὅ,τι εἶχε κάποτε ἐλπίσει νὰ προσφέρει στὸ Σμῆνος τὸ κέρδιζε τώρα μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του· ἔμαθε νὰ πετάει, καὶ δὲ μετάνοιωσε γιὰ τὸ τίμημα ποὺ χρειάστηκε νὰ πληρώσει. Ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἀνακάλυψε πὼς ἡ πλήξη κι᾿ ὁ φόβος κι᾿ ὁ θυμὸς εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἡ ζωὴ ἑνὸς γλάρου εἶναι τόσο σύντομη, κι᾿ ὅταν αὐτὰ χάθηκαν ἀπ᾿ τὴ σκέψη του, ἔζησε μιὰ πραγματικὰ μακριὰ κι᾿ εὐχάριστη ζωή.

Ἔφτασαν τ᾿ ἀπόγευμα, τότε, καὶ βρῆκαν τὸν Ἰωνάθαν νὰ γλιστράει γαλήνιος καὶ μόνος στὸν ἀγαπημένο του οὐρανό. Οἱ δυὸ γλάροι ποὺ φάνηκαν στὰ φτερά του ἦσαν καθάριοι σὰν ἀστροφεγγιὰ καὶ τὸ φεγγοβόλημά τους ἦταν ἁπαλὸ καὶ φιλικὸ στὸν ἀέρα τῆς βαθιᾶς νύχτας. Ὅμως πιὸ ὄμορφη ἀπ᾿ ὅλα ἦταν ἡ δεξιοσύνη μὲ τὴν ὁποία πετοῦσαν, καθὼς οἱ ἄκρες ἀπ᾿ τὶς φτεροῦγες τους κουνοῦσαν σταθερὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια λίγους πόντους μόλις ἀπ᾿ τὶς δικές του.

Δίχως νὰ πεῖ λέξη, ὁ Ἰωνάθαν τοὺς ἔβαλε σὲ δοκιμασία, μιὰ δοκιμασία ποὺ κανένας γλάρος δὲν εἶχε περάσει ποτέ. Ἔστριψε τὶς φτεροῦγες του, κι ἀνάκοψε σιγά-σιγὰ τὴν ταχύτητα σ᾿ ἕνα μίλι τὴν ὥρα, σχεδὸν ἀκίνητος. Τὰ δυὸ ἀστραφτερὰ πουλιὰ ἀνάκοψαν μαζί του, ὁμαλά, στὴν ἴδια πάντα ἀπόσταση. Ἤξεραν πῶς νὰ πετοῦν ἀργά.

Δίπλωσε τὰ φτερά του, ἔκανε μιὰ τούμπα κι᾿ ἀφέθηκε σὲ μιὰ κατάδυση μ᾿ ἑκατὸν ἑβδομήντα μίλια τὴν ὥρα. Ἔπεσαν μαζί του, ἄσπρες γραμμὲς σ᾿ ἀλάνθαστο σχηματισμό.

Τελικὰ ἔκανε τὴν ἀνάδυση στὴν ἴδια αὐτὴ ταχύτητα καὶ συνέχισε ἴσια πάνω μιὰ μακριὰ ὄρθια πτήση. Κινήθηκαν μαζί του χαμογελώντας.

Συνῆλθε μόλις ἔφτασε σὲ πτήση μὲ σταθερὸ ὕψος καὶ πέρασαν λίγες στιγμὲς πρὶν μιλήσει. «Πολὺ καλά», εἶπε, «ποιοὶ εἴσαστε;».

«Εἴμαστε ἀπ᾿ τὸ Σμῆνος σου, Ἰωνάθαν. Εἴμαστε ἀδέλφια σου». Τὰ λόγια ἦταν ξεκάθαρα καὶ ἤρεμα. «Ἤρθαμε νὰ σὲ πᾶμε ψηλότερα, νὰ σὲ πᾶμε σπίτι».

«Σπίτι δὲν ἔχω. Σμῆνος δὲν ἔχω. Εἶμαι ἕνας Ἀπόβλητος. Καὶ πετοῦμε τώρα στὴν κορφὴ τοῦ Ἀέρα τοῦ Μεγάλου Βουνοῦ. Λιγοστὲς ἑκατοντάδες πόδια ἀκόμα κι᾿ ὕστερα δὲ θὰ μπορῶ νὰ σηκώσω τὸ γέρικο τοῦτο κορμὶ πιὸ ψηλά».

«Κι᾿ ὅμως μπορεῖς, Ἰωνάθαν. Γιατί ἔμαθες. Ἕνα σχολειὸ τελείωσε κι᾿ ἦρθε ἡ ὥρα ν᾿ ἀρχίσει ἕνα ἄλλο».

Καθὼς τὸν εἶχε φωτίσει ὅλη του τὴ ζωή, ἔτσι ἡ κατανόηση ἄστραψε κείνη τὴ στιγμὴ γιὰ τὸν Ἰωνάθαν Γλάρο. Εἶχαν δίκιο. Μποροῦσε νὰ πετάξει πιὸ ψηλά, κι᾿ εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ πάει σπίτι.

Ἔριξε μιὰ τελευταία ματιὰ στὸν οὐρανό, πέρα στὴ θαυμάσια ἀσημένια χώρα ὅπου τόσα εἶχε μάθει.

«Εἶμαι ἕτοιμος», εἶπε τελικά. Κι᾿ ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἀνυψώθηκε μὲ τοὺς δυὸ φωτεροὺς γλάρους γιὰ νὰ χαθεῖ σ᾿ ἕνα τέλειο σκοτεινὸ οὐρανό.


Μέρος Δεύτερο
Ὥστε λοιπὸν αὐτὸς εἶναι ὁ παράδεισος, σκέφτηκε καὶ χαμογέλασε μὲ τὸν ἑαυτό του. Δὲν ἦταν βέβαια πολὺ εὐλαβικὸ τὸ νὰ μελετᾷς τὸν παράδεισο τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ πετᾶς γιὰ νὰ τὸν φτάσεις.

Καθὼς ἐρχόταν ἀπ᾿ τὴ Γῆ, πάνω ἀπ᾿ τὰ σύννεφα καὶ σὲ στενὸ σχηματισμὸ μὲ τοὺς δυὸ λαμπεροὺς γλάρους, εἶδε πὼς καὶ τὸ δικό του σῶμα γινόταν φωτερὸ ὅπως τὸ δικό τους. Εἶναι ἀλήθεια πὼς βρισκόταν ἐκεῖ ὁ ἴδιος νέος Ἰωνάθαν Γλάρος, αὐτὸς ποὺ εἶχε πάντα ζήσει πίσω ἀπ᾿ τὰ χρυσαφένια μάτια του· ἡ ἐξωτερική του ὅμως ὄψη εἶχε ἀλλάξει.

Τὸ ἔνιωθε σὰ σῶμα γλάρου, ἀλλὰ πετοῦσε κιόλας πολὺ καλύτερα ἀπ᾿ ὅσο εἶχε ποτὲ πετάξει τὸ παλιό του σῶμα. Γιὰ φαντάσου, σκέφτηκε, μὲ τὴ μισὴ προσπάθεια, θὰ πετύχω διπλάσια ταχύτητα, θὰ διπλασιάσω τὴν ἐπίδοση τῆς καλύτερής μου μέρας στὴ γῆ.

Τὰ φτερά του λαμπύριζαν τώρα μὲ μιὰ φωτεινὴ λευκότητα, καὶ οἱ φτεροῦγες του ἦταν λεῖες καὶ τέλειες λὲς κι ἦταν φύλλα γυαλισμένο ἀσῆμι. Ἄρχισε, ὅλος χαρά, νὰ τὰ γνωρίζει, νὰ βάζει δύναμη στὰ καινούργια του φτερά.

Πετώντας διακόσια πενῆντα μίλια τὴν ὥρα ἔνιωσε πὼς πλησίαζε τὴ μέγιστη ταχύτητα πτήσης σὲ σταθερὸ ὕψος. Στὰ διακόσια ἑβδομῆντα τρία, νόμισε πὼς πετοῦσε ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε κι᾿ ἔνιωσε μιὰ λαφριὰ ἀπογοήτευση. Ὑπῆρχε κάποιο ὅριο στὸ τί μποροῦσε τὸ καινούργιο σῶμα, καὶ μολονότι ἦταν πολὺ ἀνώτερο ἀπ᾿ τὴν παλιά του ἐπίδοση πτήσης σταθεροῦ ὕψους, ἦταν καὶ πάλι ἕνα ὅριο, ποὺ θὰ χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ τὸ ξεπεράσει. Στὸν παράδεισο, σκέφτηκε, δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν ὅρια.

Τὰ σύννεφα ξάνοιξαν, οἱ συνοδοί του φώναξαν, «Χαρούμενες προσγειώσεις, Ἰωνάθαν», καὶ χάθηκαν στὸν οὐρανό.

Πετοῦσε πάνω ἀπὸ μιὰ θάλασσα, πρὸς μιὰ δαντελωτὴ ἀκτή. Ἐλάχιστοι γλάροι ἔκαναν ἀσκήσεις μὲ τὰ ἀνοδικὰ ρεύματα στοὺς ἀπότομους βράχους. Πέρα μακριὰ στὰ βορεινά, στὴν ἄκρη τοῦ ὁρίζοντα, πετοῦσαν μερικοὶ ἀκόμα. Καινούργια θεάματα, καινούργιες σκέψεις, καινούργια ἐρωτήματα. Γιατί τόσοι λίγοι γλάροι; Ὁ παράδεισος θὰ ἔπρεπε νὰ μυρμηγκιάζει γλάρους! Καὶ γιατί εἶμαι, ξαφνικά, τόσο κουρασμένος; Ὑποτίθεται πὼς οἱ γλάροι στὸν παράδεισο δὲν κουράζονται καὶ δὲν κοιμοῦνται ποτέ.

Ποῦ τ᾿ ἄκουσε αὐτό; Ἡ ἀνάμνηση τῆς ζωῆς του στὴ Γῆ ἄρχισε νὰ σβήνει. Ἡ Γῆ ἦταν ἕνας τόπος ὅπου ἔμαθε πολλὰ πράγματα, εἶναι ἀλήθεια, ἀλλὰ οἱ λεπτομέρειες ἄρχιζαν νὰ θολώνουν— θυμόταν κάτι γιὰ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὸ φαγητό, πὼς ἦταν Ἀπόκληρος.

Δώδεκα γλάροι ἀπ᾿ τὴν ἀκτή ἦρθαν νὰ τὸν συναντήσουν, δίχως κανένας τους ν᾿ ἀρθρώσει λέξη. Ἔνιωσε μόνο πὼς ἦταν εὐπρόσδεκτος καὶ πὼς ἦταν σὰν στὸ σπίτι του. Ἦταν μιὰ μεγάλη μέρα τῆς ζωῆς του, μιὰ μέρα ποὺ τὸ ξημέρωμά της δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ τὸ θυμηθεῖ.

Γύρισε γιὰ νὰ προσγειωθεῖ στὴν παραλία, χτυπώντας τὰ φτερά του γιὰ νὰ σταματήσει λίγα ἑκατοστὰ στὸν ἀέρα, καὶ νὰ σταθεῖ ὕστερα ἁπαλὰ στὴν ἄμμο. Προσγειώθηκαν κι᾿ οἱ ἄλλοι γλάροι, ἀλλ᾿ οὔτε ἕνας τους δὲν φτερούγισε οὔτε τόσο δά. Πετιόντουσαν στὸν ἄνεμο, μὲ ὀρθάνοιχτές τὶς λαμπρὲς φτεροῦγες τους, κι᾿ ὕστερα μὲ κάποιο τρόπο ἄλλαζαν τὴν κλίση τῶν φτερῶν τους, ὥσπου νὰ σταματήσουν τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὰ πόδια τους ἄγγιζαν τὴ γῆ. Ἦταν μιὰ κίνηση μὲ θαυμάσιο ἔλεγχο, ὅμως ὁ Ἰωνάθαν ἦταν τώρα πολὺ κουρασμένος γιὰ νὰ τὴ δοκιμάσει. Ὄρθιος ἐκεῖ στὴν παραλία, πάντα δίχως νὰ λεχθεῖ τὸ παραμικρό, ἀποκοιμήθηκε.

Τὶς μέρες ποὺ ἀκολούθησαν, ὁ Ἰωνάθαν ἀντιλήφθηκε πὼς σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο μποροῦσε νὰ μάθει γιὰ τὸ πέταγμα τόσα, ὅσα εἶχε μάθει στὴν περασμένη τοῦ ζωή. Ἀλλὰ μὲ μιὰ διαφορά. Ὑπῆρχαν ἐδῶ γλάροι ποὺ σκέφτονταν ὅπως ἐκεῖνος. Γιὰ τὸν καθένα τους, τὸ πιὸ σημαντικὸ πρᾶγμα ἦταν νὰ προοδεύσουν καὶ νὰ φτάσουν τὴν τελειότητα σ᾿ ὅ,τι ἀγάπησαν περισσότερο στὴ ζωή, κι᾿ αὐτὸ ἦταν τὸ πέταγμα. Ἦταν ὑπέροχα πουλιὰ ὅλα τους, καὶ πραγματοποιοῦσαν τὶς ἀσκήσεις τους ὧρες ὁλόκληρες καθημερινά, δοκιμάζοντας τὴν πιὸ τολμηρὴ ἀεροναυτική.

Γιὰ πολὺ καιρό, ὁ Ἰωνάθαν ξέχασε τὸν κόσμο ἀπ᾿ ὅπου εἶχε ἔρθει, τὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου οἱ γλάροι στὸ Σμῆνος ζοῦσαν μὲ τὰ μάτια κλειστὰ μπροστὰ στὴ χαρὰ τῆς πτήσης, χρησιμοποιώντας τὰ φτερά τους μόνο σὰ μέσα με σκοπὸ νὰ βρίσκουν τροφὴ καὶ νὰ τσακώνωνται ποιὸς θὰ τὴν ἁρπάξει. Ὅμως ποῦ καὶ ποῦ, γιὰ μιὰ στιγμὴ μόλις, θυμόταν.

Τὸ θυμήθηκε μιὰ φορὰ ποὺ εἶχε βγεῖ μὲ τὸν ἐκπαιδευτή του, καθὼς ξαπόσταιναν στὴν παραλία ὑστερ᾿ ἀπὸ μιὰ σειρὰ περιστροφὲς μὲ διπλωμένα τὰ φτερά.

«Ποῦ εἶναι ὅλος ὁ κόσμος, Σάλλιβαν;» ρώτησε σιωπηλά, ἀπόλυτα ἐξοικειωμένος τώρα μὲ τὴν ἁπλὴ τηλεπάθεια ποὺ χρησιμοποιοῦσαν αὐτοὶ οἱ γλάροι ἀντὶ γιὰ στριγγλιὲς καὶ ρεκάσματα. «Γιατί δὲν εἴμαστε περισσότεροι ἐδῶ; Ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου ᾖρθα ὑπῆρχαν...».

...«Χιλιάδες, πολλὲς χιλιάδες γλάροι. Τὸ ξέρω». Ὁ Σάλλιβαν κούνησε τὸ κεφάλι του. «Ἡ μόνη ἀπάντηση ποὺ βρίσκω, Ἰωνάθαν, εἶναι πὼς εἶσαι στ᾿ ἀλήθεια ἀπ᾿ τὰ πουλιὰ ποὺ ξεχωρίζουν, ἕνα στὸ ἑκατομμύριο. Οἱ περισσότεροι ἐρχόμαστε ἐδῶ πάρα πολὺ ἀργά. Περάσαμε ἀπὸ ἕναν κόσμο σὲ ἄλλο ποὺ ἦταν σχεδὸν ἀπαράλλαχτος, ξεχνώντας ἀμέσως ἀπὸ ποῦ εἴχαμε ἔρθει, δίχως νὰ νοιαζόμαστε γιὰ ποῦ πηγαίναμε, ζώντας στιγμὴ τὴ στιγμή. Φαντάστηκες ποτὲ πόσες ζωὲς πρέπει νὰ περάσαμε πρὶν κἂν νὰ διαβλέψουμε πρώτη φορὰ τὴ σκέψη πὼς ἡ ζωὴ προσφέρει πολλὰ περισσότερα ἀπ᾿ τὸ φαγητό, τοὺς τσακωμοὺς ἢ τὴ δύναμη στὸ Σμῆνος; Χίλιες ζωές, Ἴων, δέκα χιλιάδες ζωές! Κι᾿ ὕστερα ἄλλες ἑκατὸ ζωὲς ὥσπου ν᾿ ἀρχίσουμε νὰ μαθαίνουμε πὼς ὑπάρχει κάτι ποὺ λέγεται τελειότητα, κι᾿ ἄλλα ἑκατὸ χρόνια γιὰ νὰ καταλάβουμε πὼς σκοπὸς στὴ ζωή μας εἶναι ν᾿ ἀνακαλύψουμε αὐτὴ τὴν τελειότητα καὶ νὰ τὴν ἀναδείξουμε. Ὁ ἴδιος κανόνας ἰσχύει, φυσικά, καὶ γιὰ μᾶς τώρα: διαλέγουμε τὸν ἑπόμενό μας κόσμο μέσα ἀπὸ τὰ ὅσα μαθαίνουμε σὲ τοῦτον. Ἂν δὲ μάθεις κάτι, τότε ὁ ἑπόμενος θὰ εἶναι ὅμοιος μὲ τοῦτον, μὲ τοὺς ἴδιους φραγμοὺς καὶ τὰ ἴδια ἀσήκωτα βάρη ποὺ θὰ πρέπει νὰ ξεπεράσεις».

Ἅπλωσε τὰ φτερά του καὶ στράφηκε ἀπέναντι στὸν ἄνεμο. «Ἐσὺ ὅμως, Ἴων», εἶπε, «ἔμαθες τόσα πολλὰ μονομιᾶς, ὥστε δὲ χρειάστηκε νὰ περάσεις χίλιες ζωὲς γιὰ νὰ φτάσεις σὲ τούτη».

Σὲ μιὰ στιγμὴ βρέθηκαν πάλι σὲ πτήση, στὶς ἀσκήσεις τους. Οἱ περιστροφὲς σὲ σχηματισμὸ ἦταν δύσκολες, γιατί στὸ ἀντίστροφο μισὸ ὁ Ἰωνάθαν ἔπρεπε νὰ σκέφτεται ἀνάποδα, ἀντιστρέφοντας τὴν κλίση τῶν φτερῶν του σὲ ἀπόλυτα ἁρμονικὴ ἀκρίβεια μὲ τὸν ἐκπαιδευτή του.

«Ἄλλη μιὰ δοκιμή» εἶπε ὁ Σάλλιβαν ξανὰ καὶ ξανά: «Ἄλλη μιὰ δοκιμή». Καὶ τελικὰ «Αὐτὸ εἶναι». Κι᾿ ἄρχισαν ἐξάσκηση στὶς ἐξωτερικὲς περιστροφές.

Ἕνα βράδυ, οἱ γλάροι ποὺ δὲν εἶχαν βραδυνὴ πτήση στέκονταν μαζὶ στὴν ἄμμο βουτηγμένοι στὶς σκέψεις τους. Ὁ Ἰωνάθαν μάζεψε ὅλο του τὸ θάρρος καὶ περπάτησε κοντὰ στὸ Γέροντα γλάρο πού, καθὼς ἔλεγαν, θὰ ἔφευγε σύντομα ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. «Τσιάνκ» εἶπε, λίγο νευρικά. Ὁ γερογλάρος τὸν κοίταξε μὲ καλοσύνη. «Ναί, γιέ μου;». Ἀντὶ τὰ χρόνια νὰ ἔχουν ἐξασθενήσει τὸ Γέροντα, τοῦ εἶχαν προσδώσει δύναμη· μποροῦσε νὰ παραβγεῖ στὸ πέταγμα κάθε γλάρο στὸ Σμῆνος, κι εἶχε μάθει τεχνικὲς ποὺ οἱ ἄλλοι μόνο σιγά-σιγὰ τὶς ἀνακάλυπταν.

«Τσιάνκ, ὁ κόσμος τοῦτος δὲν μπορεῖ νά ῾ναι ὁ παράδεισος, ἔτσι δὲν εἶναι;».

Ὁ Γέροντας χαμογέλασε στὸ φεγγαρόφωτο. «Μαθαίνεις πάλι, Ἰωνάθαν Γλάρε», εἶπε.

«Μὰ τότε τί συμβαίνει ἀπὸ δῶ καὶ πέρα; Ποῦ πηγαίνουμε; Δὲν ὑπάρχει τόπος ποὺ νά ῾ναι παράδεισος;». «Ὄχι, Ἰωνάθαν, δὲν ὑπάρχει τέτοιος τόπος. Ὁ παράδεισος δὲν εἶναι τόπος καὶ δὲν εἶναι χρόνος. Παράδεισος εἶναι τὸ νὰ εἶσαι τέλειος». Ἔμεινε γιὰ λίγο σιωπηλός. «Εἶσαι πολὺ γρήγορος γλάρος, ἔτσι δὲν εἶναι;».

«Ναί... μ᾿ ἀρέσει ἡ ταχύτητα», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν ἔκπληκτος ἀλλὰ καὶ περήφανος ποὺ ὁ Γέροντας τὸ εἶχε προσέξει.

«Θ᾿ ἀρχίσεις νὰ πλησιάζεις τὸν παράδεισο, Ἰωνάθαν, τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πλησιάσεις τὴν τέλεια ταχύτητα. Κι᾿ αὐτὸ δὲν σημαίνει νὰ πετᾶς χίλια μίλια τὴν ὥρα, ἢ ἕνα ἑκατομμύριο, ἢ νὰ πετᾶς μὲ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτός. Γιατί ὁ κάθε ἀριθμὸς εἶναι ἕνα ὅριο καὶ ἡ τελειότητα δὲν ἔχει ὅρια. Ἡ τέλεια ταχύτητα, γιέ μου, εἶναι τὸ νὰ βρίσκεσαι ἐκεῖ».

Δίχως καμμιὰ προειδοποίηση ὁ Τσιὰνκ ἐξαφανίστηκε καὶ ξαναφάνηκε σ᾿ ἕνα κλάσμα τῆς στιγμῆς στὴν ἄκρη τοῦ νεροῦ πενῆντα πόδια πιὸ πέρα. Ὕστερα ἐξαφανίστηκε καὶ πάλι καὶ στάθηκε, στὸ ἴδιο χιλιοστό τοῦ δευτερολέπτου, στὸν ὦμο τοῦ Ἰωνάθαν. «Εἶναι πολὺ διασκεδαστικό», εἶπε.

Ὁ Ἰωνάθαν σάστισε. Ξέχασε νὰ ρωτήσει γιὰ τὸν παράδεισο. «Πῶς τὸ καταφέρνεις αὐτό; Πῶς νιώθεις; Πόσο μακριὰ μπορεῖς νὰ πᾶς;».

«Μπορεῖς νὰ πᾶς σ᾿ ὅποιο τόπο καὶ σ᾿ ὅποιο χρόνο θέλεις», εἶπε ὁ Γέροντας. «Ἐγὼ πῆγα σ᾿ ὅποιο τόπο καὶ σ᾿ ὅποιο χρόνο μπόρεσα νὰ σκεφτῶ». Κοίταξε πέρα στὴ θάλασσα. «Εἶναι παράξενο. Οἱ γλάροι ποὺ περιφρονοῦν τὴν τελειότητα γιὰ χάρη τοῦ ταξιδιοῦ πηγαίνουν... πουθενά, μὲ καθυστέρηση. Ὅσοι ἐγκαταλείπουν τὰ ταξίδια γιὰ χάρη τῆς τελειότητας πηγαίνουν παντοῦ, στὴ στιγμή. Θυμήσου, Ἰωνάθαν, ὁ παράδεισος δὲν εἶναι ἕνας τόπος ἢ ἕνας χρόνος, γιατί ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος εἶναι πράγματα δίχως κανένα νόημα. Ὁ παράδεισος εἶναι...».

«Μπορεῖς νὰ μοῦ μάθεις νὰ πετάω ἔτσι;», Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ριγοῦσε μὲ τὴ σκέψη πὼς θὰ κατακτοῦσε ἕνα καινούργιο ἄγνωστο.

«Φυσικά, ἂν θέλεις νὰ μάθεις».

«Θέλω. Πότε μποροῦμε ν᾿ ἀρχίσουμε;».

«Θὰ μπορούσαμε ν᾿ ἀρχίσουμε τώρα, ἂν θέλεις».

«Θέλω νὰ μάθω νὰ πετάω ἔτσι», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν, κι᾿ ἕνα παράξενο φῶς γυάλισε στὰ μάτια του. «Πές μου τί νὰ κάνω».

Ὁ Τσιὰνκ μίλησε ἀργὰ καὶ παρακολουθοῦσε τὸν νεώτερο γλάρο μὲ ἔντονη προσήλωση. «Γιὰ νὰ πετάξεις μὲ τὴν ταχύτητα τῆς σκέψης, δηλαδὴ ὁπουδήποτε», εἶπε, «πρέπει ν᾿ ἀρχίσεις γνωρίζοντας πὼς ἔχεις κιόλας φτάσει...».

Τὸ κόλπο, σύμφωνα μὲ τὸν Τσιάνκ, ἦταν νὰ πάψει ὁ Ἰωνάθαν νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του φυλακισμένο σ᾿ ἕνα περιορισμένο σῶμα μὲ ἄνοιγμα φτερῶν ἕνα μέτρο καὶ ἐπίδοση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προγραμματιστεῖ σὲ διάγραμμα. Τὸ κόλπο ἦταν νὰ ξέρει πὼς ἡ πραγματική του φύση ζοῦσε, μὲ τὴν τελειότητα ἑνὸς ἄγραφου ἀριθμοῦ, παντοῦ καὶ ταυτόχρονα, πέρ᾿ ἀπ᾿ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο.

Ὁ Ἰωνάθαν δούλευε ἐντατικά, σκληρά, κάθε μέρα, ἀρχίζοντας πρὶν ἀκόμα βγεῖ ὁ ἥλιος καὶ τελειώνοντας μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Καὶ παρ᾿ ὅλες τὶς προσπάθειές του δὲ μετακινήθηκε οὔτε ἕνα φτερὸ μακριὰ ἀπὸ τὴ θέση του.

«Ξέχνα τὴν πίστη!». Ὁ Τσιὰνκ τοῦ τὸ 'λεγε ξανὰ καὶ ξανά. «Δὲν σοῦ χρειάστηκε πίστη γιὰ νὰ πετάξεις, χρειάστηκε νὰ καταλάβεις τὸ πέταγμα. Τὸ ἴδιο καὶ τώρα... γιὰ ξαναπροσπάθησε...».

Καὶ τότε μιὰ μέρα ὁ Ἰωνάθαν, καθὼς στεκόταν στὴν ἀκτή, μὲ κλειστὰ τὰ μάτια, συγκεντρωμένος, ἀντιλήφθηκε ἀστραπιαῖα γιὰ τί πρᾶγμα τοῦ μιλοῦσε ὁ Τσιάνκ. «Μά, εἶναι ἀλήθεια! Εἶμαι ἕνας τέλειος, ἀπεριόριστος γλάρος!». Ἔνιωσε ἕνα μεγάλο ξάφνιασμα χαρᾶς.

«Αὐτὸ εἶναι!», εἶπε ὁ Τσιάνκ, καὶ ἡ φωνή του σήμαινε νίκη.

Ὁ Ἰωνάθαν ἄνοιξε τὰ μάτια του. Στεκόταν μόνος με τὸ Γέροντα σὲ μιὰ ὁλότελα διαφορετικὴ ἀκτή - μὲ δέντρα ὡς κάτω στὴν ἄκρη τῆς θάλασσας καὶ δυὸ κίτρινους ἥλιους νὰ τριγυρίζουν πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του.

«Ἐπιτέλους, τὸ βρῆκες», εἶπε ὁ Τσιάνκ, «ὁ χειρισμὸς ὅμως πρέπει ἀκόμα νὰ δουλευτεῖ λίγο...».

Ὁ Ἰωνάθαν τὰ ῾χε χαμένα. «Ποῦ βρισκόμαστε;».

Ὁ Γέροντας δὲν εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ ἀπ᾿ τὸ παράξενο περιβάλλον καὶ δὲν ἔδωσε σημασία στὴν ἐρώτηση. «Βρισκόμαστε σὲ κάποιο πλανήτη —εἶναι φῶς φανάρι — ποὺ ἔχει πράσινο οὐρανὸ κι ἕνὰ διπλὸ ἀστέρι γιὰ ἥλιο».

Ὁ Ἰωνάθαν ἔβγαλε μιὰ κραυγὴ χαρᾶς, κι᾿ ἦταν ἡ πρώτη του φωνὴ ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε ἀφήσει τὴ Γῆ.

«ΓΙΝΕΤΑΙ!»

«Μὰ φυσικά, γίνεται, Ἴων», εἶπε ὁ Τσιάνκ. «Πὰντα γίνεται ὅταν ξέρεις τί κάνεις. Ἂς δοῦμε τώρα τὸ χειρισμό...».

Ὅταν ἐπέστρεψαν, ἦταν πιὰ νύχτα. Οἱ ἄλλοι γλάροι κοίταζαν τὸν Ἰωνάθαν μὲ σεβασμὸ στὰ χρυσαφένια μάτια τους, γιατί τὸν εἶχαν δεῖ νὰ ἐξαφανίζεται ἀπ᾿ τὸ σημεῖο ὅπου ἦταν ριζωμένος τόσην ὥρα.

Δὲν ἄντεξε τὰ συγχαρητήριά τους οὔτε λεπτό. «Ἐγὼ εἶμαι νεοφερμένος ἐδῶ! Τώρα μόλις ἀρχίζω! Ἐγὼ ἔχω νὰ μάθω ἀπὸ σᾶς!».

«Ἔχω κάποιες ἀμφιβολίες γι᾿ αὐτό, Ἴων», εἶπε ὁ Σάλλιβαν, ποὺ στεκόταν πλάι. «Νιώθεις λιγότερο φόβο νὰ μάθεις ἀπ᾿ ὅσους γλάρους εἶδα τὰ τελευταῖα δέκα χιλιάδες χρόνια». Τὸ Σμῆνος ἔμεινε σιωπηλό, καὶ ὁ Ἰωνάθαν κουνήθηκε στὴ θέση του ἀμήχανα. «Μποροῦμε ν᾿ ἀρχίσουμε δουλειὰ μὲ τὸ χρόνο, ἂν θέλεις», εἶπε ὁ Τσιάνκ, «ὥσπου νὰ μπορέσεις νὰ πετάξεις στὸ παρελθὸν καὶ στὸ μέλλον. Καὶ τότε θὰ 'σαι ἕτοιμος ν᾿ ἀρχίσεις τὸ πιὸ δύσκολο, τὸ πιὸ δυνατό, τὸ πιὸ διασκεδαστικὸ ἀπ᾿ ὅλα. Θὰ 'σαι ἕτοιμος ν᾿ ἀρχίσεις νὰ πετᾶς ψηλὰ καὶ νὰ ξέρεις τὸ νόημα τῆς καλοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης».

Πέρασε ἕνας μῆνας, ἢ κάτι ποὺ φάνηκε περίπου σὰ μῆνας, κι᾿ ὁ Ἰωνάθαν ἔμαθε μὲ τρομαχτικὸ ρυθμό. Πάντα μάθαινε γρήγορα ἀπ᾿ τὴν καθημερινὴ ἐμπειρία, καὶ τώρα ὄντας ὁ ξεχωριστὸς μαθητὴς τοῦ ἴδιου τοῦ Γέροντα, ἀφομοίωνε καινούργιες ἰδέες λὲς κι ἦταν ἕνας ἀεροδυναμικὸς φτερωτὸς ὑπολογιστής. Μὰ τότε ᾖρθε ἡ μέρα ποὺ ἐξαφανίστηκε ὁ Τσιάνκ. Μιλοῦσε ἥσυχα μὲ ὅλους, προτρέποντας τοὺς γλάρους νὰ μὴν πάψουν ποτὲ νὰ μαθαίνουν καὶ νὰ ἐξασκοῦνται καὶ νὰ πασχίζουν νὰ καταλάβουν περισσότερα πράγματα γιὰ τὴν τέλεια ἀόρατη ἀρχὴ ὅλης τῆς ζωῆς. Καὶ τότε, καθὼς μιλοῦσε, τὰ φτερά του ἔγιναν ὅλο καὶ πιὸ φωτερὰ καὶ τελικὰ ἔγιναν τόσο λαμπερὰ ποὺ κανένας γλάρος δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ τὸν κοιτάξει.

«Ἰωνάθαν» εἶπε, κι᾿ αὐτὰ ἦταν τὰ τελευταῖα του λόγια «μὴ πάψεις νὰ δουλεύεις πάνω στὴν ἀγάπη».

Ὅταν μπόρεσαν νὰ ξανακοιτάξουν, ὁ Τσιὰνκ εἶχε χαθεῖ.

Καθὼς οἱ μέρες περνοῦσαν, ὁ Ἰωνάθαν πρόσεξε πὼς συχνὰ ἡ σκέψη του πήγαινε πίσω στὴ Γῆ ἀπ᾿ ὅπου εἶχε ἔρθει. Ἂν γνώριζε ὅταν βρισκόταν ἐκεῖ ἕνα δέκατο μόλις, ἕνα ἑκατοστὸ ἔστω, ἀπ᾿ ὅσα γνώριζε ἐδῶ, πόσο περισσότερο νόημα θά ῾χε ἡ ζωή. Στάθηκε στὴν ἄμμο κι᾿ ἄρχισε ν᾿ ἀναρωτιέται μήπως ὑπῆρχε κανένας γλάρος ἐκεῖ κάτω ποὺ ἴσως ἀγωνιζόταν νὰ ξεφύγει ἀπ᾿ τοὺς φραγμούς, νὰ δεῖ τὸ νόημα τῆς πτήσης πέρα ἀπ᾿ τὸν ἁπλὸ τρόπο μετακίνησης γιὰ νὰ βουτήξει ἕνα ξεροκόμματο ἀπὸ μιὰ βάρκα μὲ κουπιά. Ἴσως μάλιστα νὰ ὑπῆρχε κάποιος ποὺ θὰ τὸν εἶχαν κηρύξει Ἀπόβλητο, ἂν εἶχε πεῖ κατάμουτρα στὸ Σμῆνος τὴν ἀλήθεια. Κι᾿ ὅσο ὁ Ἰωνάθαν συνέχιζε νὰ ἀσκεῖται στὰ μαθήματά του καλοσύνης, κι᾿ ὅσο δούλευε γιὰ νὰ μάθει τὴν φύση τῆς ἀγάπης, ὅλο καὶ περισσότερο ἤθελε νὰ γυρίσει πίσω στὴ Γῆ. Γιατί, παρ᾿ ὅλο τὸ μοναχικό του παρελθόν, ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἦταν γεννημένος νὰ γίνει ἐκπαιδευτής, κι᾿ ὁ δικός του τρόπος νὰ δείξει τὴν ἀγάπη ἦταν νὰ δίνει κάτι ἀπ᾿ τὴν ἀλήθεια ποὺ εἶχε ἀνακαλύψει σ᾿ ἕνα γλάρο ποὺ ἀναζητοῦσε μόνο νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ δεῖ μόνος του τὴν ἀλήθεια.

Ὁ Σάλλιβαν, μὲ πεῖρα τώρα σὲ πτήσεις μὲ ταχύτητα σκέψης καὶ ποὺ βοηθοῦσε τοὺς ἄλλους νὰ μάθουν, παρέμεινε σκεφτικός.

«Ἴων, ἤσουν Ἀπόβλητος μιὰ φορά. Γιατί πιστεύεις πὼς ἕνας ἀπ᾿ τοὺς γλάρους τοῦ καιροῦ σου θὰ σ᾿ ἀκούσει τώρα; Ξέρεις τὴν παροιμία, κι᾿ εἶναι ἀληθινή: «Βλέπει μακρύτερα κεῖνος ὁ γλάρος ποὺ πετάει ψηλότερα». Οἱ γλάροι ἀπ᾿ ὅπου ἔρχεσαι στέκονται πάνω στὸ χῶμα, καὶ κρώζουν καὶ τσακώνονται μεταξύ τους. Βρίσκονται χίλια μίλια μακριὰ ἀπ᾿ τὸν παράδεισο — καὶ λὲς πὼς θέλεις νὰ τοὺς δείξης τὸν παράδεισο ἀπὸ κεῖ ποὺ στέκονται! Ἴων, δὲν μποροῦν νὰ δοῦν οὔτε τὶς ἄκρες ἀπ᾿ τὶς φτεροῦγες τους! Μεῖνε ῾δῶ. Βοήθησε τοὺς νέους γλάρους ἐδῶ, αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται ἀρκετὰ ψηλὰ γιὰ νὰ καταλάβουν τί ἔχεις νὰ τοὺς πεῖς». Ἔμεινε γιὰ λίγο σιωπηλός, κι ὑστέρα εἶπε: «Σκέψου ἂν ὁ Τσιὰνκ εἶχε γυρίσει πίσω στοὺς δικούς του παλιοὺς κόσμους! Ποῦ θὰ βρισκόσουν σήμερα;».

Τὸ τελευταῖο ἐπιχείρημα ἦταν τὸ ἀποφασιστικὸ κι ὁ Σάλλιβαν εἶχε δίκιο. Βλέπει μακρύτερα κεῖνος ὁ γλάρος ποὺ πετάει ψηλότερα.

Ὁ Ἰωνάθαν ἔμεινε καὶ δούλεψε μὲ τὰ καινούργια πουλιὰ ποὺ κατέφθασαν, κι᾿ ἦταν ὅλα πολὺ ἔξυπνα μὲ γρήγορη ἀντίληψη στὰ μαθήματά τους. Ὅμως, ἡ παλιὰ αὐτὴ ἔγνοια τοῦ ξανάρθε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ μὴ σκέφτεται πὼς ἴσως ὑπῆρχαν ἕνα-δυὸ γλάροι πίσω στὴ Γῆ ποὺ θὰ μποροῦσαν, κι᾿ αὐτοί, νὰ μάθουν. Πόσα περισσότερα δὲ θὰ ἤξερε τώρα ἂν ὁ Τσιὰνκ εἶχε ἔρθει κοντά του τὴ μέρα ποὺ τὸν κήρυξαν Ἀπόβλητο.

«Σάλλι, πρέπει νὰ γυρίσω πίσω», εἶπε στὸ τέλος. «Οἱ μαθητές σου τὰ καταφέρνουν καλά. Μποροῦν νὰ σὲ βοηθήσουν νὰ προχωρήσεις τοὺς νεοφερμένους».

Ὁ Σάλλιβαν ἀναστέναξε, ἀλλὰ δὲν ἀντιμίλησε. Εἶπε μόνο: «Νομίζω πὼς θὰ μοῦ λείψεις, Ἰωνάθαν».

«Σάλλι, ντροπή!», τοῦ εἶπε ὁ Ἰωνάθαν ἐπιτιμητικά, «μὴν εἶσαι κουτός! Τί προσπαθοῦμε νὰ μάθουμε κάθε μέρα; Ἂν ἡ φιλία μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ πράγματα σὰν τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, τότε ὅταν τελικὰ ξεπεράσουμε τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, θά ῾χουμε κατάστρεψει τὴν ἴδια τὴν ἀδελφοσύνη! Ὅμως ἂν ξεπεράσουμε τὸ χῶρο, δὲ θὰ μᾶς ἀπομένει παρὰ τὸ Ἐδῶ. Ἂν ξεπεράσουμε τὸ χρόνο, δὲ θὰ μᾶς ἀπομένει παρὰ τὸ Τώρα. Καὶ καταμεσῆς στὸ Ἐδῶ, καὶ στὸ Τώρα δὲ νομίζεις πὼς θὰ βλεπόμαστε οἱ δυό μας ποῦ καὶ ποῦ;».

Ὁ Σάλλιβαν Γλάρος γέλασε ἄθελά του. «Τρελὸ πουλί» εἶπε μὲ καλοσύνη. «Ἂν ὑπάρχει κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ δείξει σὲ κάποιον στὴ Γῆ πῶς νὰ βλέπει χίλια μίλια μακριά, αὐτὸς θά ῾ναι ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος». Κοίταξε τὴν ἄμμο. «Γεια χαρά, φίλε μου, Ἴων».

«Γεια χαρά, Σάλλι, θὰ ξανασυναντηθοῦμε». Καὶ μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Ἰωνάθαν κράτησε στὴ σκέψη του μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τὰ μεγάλα Σμήνη γλάρων στὴν ἀμμουδιὰ μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, καὶ ἤξερε μὲ ἀσκημένη ἄνεση πὼς δὲν ἦταν φτερὸ καὶ κόκκαλο ἀλλὰ μιὰ τέλεια ἰδέα τῆς λευτεριᾶς καὶ τῆς πτήσης, ποὺ τίποτα δὲν τὴν περιόριζε.

Ὁ Φλέτσερ Λὺντ Γλάρος ἦταν ἀκόμα ἀρκετὰ νέος, ἀλλὰ ἤξερε κιόλας πὼς σὲ κανένα πουλὶ δὲν εἶχε ποτὲ φερθεῖ τόσο σκληρὰ ἕνα Σμῆνος οὔτε μὲ τόση ἀδικία.

«Δὲ μὲ νοιάζει τί λένε», σκέφτηκε μὲ θυμὸ καὶ ἡ ματιά του ἄναψε καθὼς πέταξε πρὸς τοὺς Πέρα Βράχους. «Τὸ πέταγμα κρύβει τόσα ἄλλα πράγματα ἔξω ἀπὸ τὸ φτερούγισμα ἀπὸ τόπο σὲ τόπο! Ἀκόμα κι ἕνα... ἕνα... κουνούπι τὸ καταφέρνει αὐτό! Ἀρκεῖ μιὰ μικρὴ περιστροφὴ γύρω ἀπ᾿ τὸ Γέροντα, γιὰ χάζι, καὶ νά... γίνομαι Ἀπόβλητος! Εἶναι λοιπὸν τυφλοί; Δὲ σκέφτονται τὴ δόξα μας, ὅταν θὰ μάθουμε πραγματικὰ νὰ πετοῦμε;

»Δὲ μὲ νοιάζει τί λένε. Θὰ τοὺς δείξω ἐγὼ τί σημαίνει πέταγμα! Θὰ γίνω πραγματικὰ Ἀπόβλητος, ἂν ἔτσι τοὺς ἀρέσει. Καὶ θὰ τοὺς κάνω νὰ μετανοιώσουν...».

Ἡ φωνὴ μπῆκε μέσα στὸ ἴδιο του τὸ κεφάλι, καὶ μολονότι ἦταν φωνὴ πολὺ ἁπαλή, τὸν ξάφνιασε τόσο, ποὺ ἔχασε τὴν ἰσορροπία του καὶ σκόνταψε στὸν ἀέρα.

«Μὴ γίνεσαι τόσο σκληρὸς μαζί τους, Φλέτσερ Γλάρε. Ὅταν σὲ διώχνουν οἱ ἄλλοι γλάροι κάνουν κακὸ μόνο στὸν ἑαυτό τους, καὶ κάποια μέρα θὰ τὸ καταλάβουν καὶ κάποια μέρα θὰ δοῦν ὅ,τι βλέπεις ἐσύ. Συγχώρα τους καὶ βοήθα τους νὰ καταλάβουν».

Πλάι του, δυὸ ἑκατοστὰ ἀπ᾿ τὴ δεξιὰ ἄκρη τῆς φτερούγας του πετοῦσε ὁ πιὸ λαμπερὸς ἄσπρος γλάρος στὸν κόσμο, γλιστρώντας δίχως κόπο, δίχως νὰ κουνάει ἕνα φτεράκι του, μὲ ταχύτητα ποὺ ἦταν ἡ ἀνώτατη ἐπίδοση τοῦ Φλέτσερ.

Γιὰ μιὰ στιγμὴ ὁ νεαρὸς γλάρος ἔνιωσε τὸ χάος μέσα του.

«Τί συμβαίνει; Μήπως τρελάθηκα; Μήπως πέθανα; Τί ῾ναι αὐτό;».

Χαμηλὴ καὶ γαλήνια, ἡ φωνὴ συνέχισε μέσα στὴ σκέψη του, γυρεύοντας μίαν ἀπάντηση.

«Φλέτσερ Λὺντ Γλάρε. Θέλεις νὰ πετάξεις;».

«ΝΑΙ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ!».

«Φλέτσερ Λὺντ Γλάρε, θέλεις τόσο πολὺ νὰ πετάξεις, ὥστε νὰ συγχωρέσεις τὸ Σμῆνος καὶ νὰ μάθεις, καὶ νὰ γυρίσεις πίσω κάποια μέρα καὶ νὰ δουλέψεις γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσεις νὰ μάθουν;».

Ἦταν ἀδύνατο νὰ πεῖς ψέματα σ᾿ αὐτὸ τὸ ὑπέροχο ἄξιο πλάσμα, ὅσο κι ἂν ὁ Φλέτσερ Λὺντ ἦταν ἕνα πολὺ περήφανο καὶ βαθιὰ πληγωμένο πουλί.

«Θέλω», εἶπε ἀπαλά.

«Τότε Φλέτς», τοῦ εἶπε τὸ λαμπερὸ πλάσμα, κι ἡ φωνὴ ἦταν γεμάτη καλοσύνη, «ἂς ἀρχίσουμε μὲ τὴν πτήση σταθεροῦ ὕψους...».


Μέρος Τρίτο
Ὁ Ἰωνάθαν πετοῦσε ἀργὰ σὲ κύκλους πάνω ἀπ᾿ τοὺς Πέρα Βράχους, παρακολουθώντας. Αὐτὸς ὁ κάπως ζόρικος νέος, ὁ Φλέτσερ Γλάρος, ἦταν ἕνας σχεδὸν τέλειος ἱπτάμενος μαθητής. Ἦταν δυνατὸς καὶ λαφρὺς καὶ γρήγορος στὸν ἀέρα, εἶχε ὅμως καὶ κάτι πολὺ πιὸ σημαντικό: τὴν φλογερὴ διάθεση νὰ μάθει νὰ πετάει.

Τούτη τὴ στιγμὴ κατέφθανε ἕνα ἀπροσδιόριστο σταχτὶ σχῆμα πού ῾βγαινε βουίζοντας ἀπὸ μιὰ κατάδυση, καὶ προσπερνοῦσε σὰν ἀστραπὴ τὸν ἐκπαιδευτή του μὲ ταχύτητα ἑκατὸν πενήντα μίλια τὴν ὥρα. Ἔστριψε ἀπότομα πρὸς τὰ πάνω δοκιμάζοντας ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν ἀνοδικὴ πτήση μὲ δεκαέξη ἀργὲς περιστροφές, φωνάζοντας τοὺς ἀριθμοὺς δυνατά:

«.. . ὀκτώ.. . ἐννέα... δέκα... κοίτα Ἰωνάθαν χάνω ταχύτητα... ἕντεκα... θέλω ἕνα καλὸ ἀπότομο σταμάτημα σὰν τὸ δικό σου... δώδεκα... νὰ πάρει ἡ ὀργὴ δὲν τὰ καταφέρνω... δεκατρία... αὐτοὶ οἱ τρεῖς τελευταῖοι πόντοι... δίχως... δεκατὲσσερ... ἄαχ!».

Ἡ στροφὴ τοῦ Φλέτσερ δίχως ταχύτητα, στὴν κορφή, γινόταν ἀκόμα χειρότερη ἀπ᾿ τὸ θυμό του καὶ τὴ μανία του γιὰ τὴν ἀποτυχία. Ἔπεσε πισώπλατα, κουτρουβάλησε, τσακίστηκε ἄγρια σὲ μίαν ἀνάποδη περιστροφὴ καὶ ξαναβρῆκε τὸν ἑαυτό του λαχανιασμένος, ἑκατὸ πόδια πιὸ χαμηλὰ ἀπ᾿ τὴ θέση τοῦ ἐκπαιδευτή του.

«Χάνεις τὸν καιρό σου μαζί μου, Ἰωνάθαν. Εἶμαι χαζός! Εἶμαι βλάκας! Δοκιμάζω καὶ ξαναδοκιμάζω, ἀλλὰ δὲν θὰ τὰ καταφέρω ποτέ!».

Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος τὸν κοίταξε ἀπὸ ψηλὰ καὶ κούνησε τὸ κεφάλι του. «Νά ῾σαι βέβαιος! Δὲ θὰ τὰ καταφέρεις ποτὲ ὅταν κόβεις τόσο ἀπότομα. Ἔχασες σαράντα μίλια στὸ ξεκίνημα, Φλέτς! Πρέπει νὰ πηγαίνεις μαλακά! Σταθερὰ ἀλλὰ μαλακά, μὴ τὸ ξεχνᾷς!».

Ἀφέθηκε νὰ πέσει στὸ ὕψος τοῦ νεώτερου γλάρου. «Ἂς τὸ δοκιμάσουμε τώρα μαζί, σὲ σχηματισμό. Καὶ πρόσεξε τὴ στροφὴ πρὸς τὰ πάνω. Νὰ τὴν ἀρχίσεις μαλακά, μὲ ἄνεση». Σὲ τρεῖς μῆνες ὁ Ἰωνάθαν εἶχε ἄλλους ἕξη μαθητές. Ὅλοι τους Ἀπόβλητοι, ἀλλὰ καὶ γεμάτοι περιέργεια γι᾿ αὐτὴν τὴν παράξενη καινούργια ἰδέα: ἡ πτήση γιὰ τὴ χαρὰ τῆς πτήσης.

Κι ὡστόσο, τοὺς ἦταν πιὸ εὔκολο νὰ ἀσκοῦνται σὲ δύσκολες ἐπιδόσεις παρὰ νὰ καταλαβαίνουν τὸ σκοπὸ ποὺ κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὸ πέταγμα. «Ὁ καθένας μας εἶναι, στ᾿ ἀλήθεια, μιὰ ἰδέα τοῦ Μεγάλου Γλάρου, μιὰ ἀπεριόριστη ἰδέα λευτεριᾶς», τοὺς ἔλεγε ὁ Ἰωνάθαν, τ᾿ ἀπογεύματα στὴν παραλία «καὶ ἡ πτήση μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια εἶναι ἕνα βῆμα γιὰ νὰ πλησιάσουμε τὴν ἔκφραση τῆς πραγματικῆς μας φύσης. Κάθε τί ποὺ μᾶς περιορίζει πρέπει νὰ τὸ ἀποβάλουμε. Κι᾿ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἀσκήσεις σὲ μεγάλη ταχύτητα, σὲ μικρὴ ταχύτητα, καὶ οἱ ἀκροβασίες...».

... Καὶ τοὺς μαθητές του τοὺς ἔπαιρνε ὁ ὕπνος, ἀποκαμωμένοι καθὼς ἦταν ἀπ᾿ τὶς πτήσεις τῆς μέρας. Ἀγαποῦσαν τὴν ἄσκηση, γιατί εἶχε ταχύτητα καὶ ἀγωνία καὶ γιατί ἔτρεφε τὴν πεῖνα τους γιὰ μάθηση ποὺ φούντωνε στὸ κάθε μάθημα. Οὔτε ἕνας ὅμως, οὔτε κἂν ὁ Φλέτσερ Λὺντ Γλάρος, δὲν ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ πιστέψει πὼς τὸ πέταγμα μὲ τὶς ἰδέες μποροῦσε νὰ εἶναι τόσο πραγματικὸ ὅσο τὸ πέταγμα μὲ τὰ φτερὰ καὶ μὲ τὸν ἄνεμο.

«Ὅλο σας τὸ σῶμα, ἀπὸ τὴν ἄκρη τῆς μιᾶς φτερούγας σας στὴν ἄλλη», τοὺς ἔλεγε ἄλλοτε πάλι ὁ Ἰωνάθαν, «δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἴδια σας ἡ σκέψη, σ᾿ ἕνα σχῆμα ποὺ σᾶς εἶναι ὁρατό. Σπάστε τὰ δεσμὰ τῆς σκέψης σας, καὶ τότε, ταυτόχρονα, θὰ σπάσετε τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος σας...». Ὅπως ὅμως κι᾿ ἂν τό ῾λεγε, ἀκουγόταν πάντα σὰν κάτι εὐχάριστα φανταστικό, καὶ τοὺς χρειάζονταν κι᾿ ἄλλα τέτοια γιὰ ν᾿ ἀποκοιμηθοῦν.

Ἕνα μῆνα μόλις ἀργότερα ὁ Ἰωνάθαν εἶπε πὼς εἶχε ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ γυρίσουν στὸ Σμῆνος.

«Δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι!» εἶπε ὁ Ἐρρίκος Καλβῖνος Γλάρος. Καὶ δὲν θὰ μᾶς δεχτοῦν! Εἴμαστε Ἀπόβλητοι! Δὲν μποροῦμε νὰ πᾶμε μὲ τὸ ζόρι σ᾿ ἕναν τόπο ὅπου δὲ μᾶς θέλουν, δὲ γίνεται!».

«Εἴμαστε λεύτεροι νὰ πᾶμε ὅπου μᾶς ἀρέσει καὶ νὰ μείνουμε αὐτὸ ποὺ εἴμαστε», ἀπάντησε ὁ Ἰωνάθαν κι᾿ ἀνασηκώθηκε ἀπ᾿ τὴν ἄμμο καὶ στράφηκε ἀνατολικά, πρὸς τὴν πατρικὴ γῆ τοῦ Σμήνους.

Οἱ μαθητὲς στάθηκαν γιὰ λίγο τρομαγμένοι, γιατί ὁ Νόμος τοῦ Σμήνους ὁρίζει πὼς ἕνας Ἀπόβλητος ποτὲ δὲν ἐπιστρέφει. Κι᾿ ὁ Νόμος δὲν παραβιάστηκε οὔτε μιὰ φορὰ σὲ δέκα χιλιάδες χρόνια. Ὁ Νόμος ἔλεγε μεῖνε· ὁ Ἰωνάθαν ἔλεγε πήγαινε· κι᾿ εἶχε κιόλας διασχίσει ἕνα μίλι θάλασσα. Ἂν περίμεναν κι᾿ ἄλλο, θὰ 'φτανε στὸ ἐχθρικὸ Σμῆνος μόνος του.

«Ἀκοῦστε, ἐμεῖς δὲ χρωστᾶμε ὑπακοὴ στὸ Νόμο ἀφοῦ δὲν εἴμαστε πιὰ μέλῃ τοῦ Σμήνους. Ἔτσι δὲν εἶναι;», εἶπε ὁ Φλέτσερ κάπως ἄτολμα. «Κι᾿ ἔπειτα, ἂν γίνει καυγάς, θά ῾μαστε πολὺ πιὸ χρήσιμοι ἐκεῖ παρὰ ἐδῶ».

Κι᾿ ἔτσι πλησίασαν πετώντας ἀπ᾿ τὰ δυτικὰ κεῖνο τὸ πρωινό, οἱ ὀκτὼ σ᾿ ἕνα διπλὸ πρισματικὸ σχηματισμό, μὲ τὶς ἄκρες ἀπ᾿ τὶς φτεροῦγες τους σχεδὸν ν᾿ ἀγγίζουν. Ἔφτασαν πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἀκτὴ τοῦ Συμβουλίου τοῦ Σμήνους μὲ ταχύτατα ἑκατὸν τριάντα πέντε μίλια τὴν ὥρα, μὲ τὸν Ἰωνάθαν ἐπικεφαλῆς, τὸν Φλέτσερ νὰ πετάει ἤρεμα στὸ δεξί του φτερό, καὶ τὸν Ἐρρῖκο Καλβῖνο ν ἀγωνίζεται θαρραλέα ἀριστερά του. Ὕστερα ὅλος ὁ σχηματισμὸςἔγειρε ἀργὰ δεξιὰ καθὼς τὸ κάθε πουλὶ ἔκανε ἀνάποδη στροφὴ γιὰ νὰ βρεθοῦν ξανὰ στὸ ἴδιο ὕψος κι᾿ ὁ ἀέρας χτυποῦσε ἀπάνω τους σκληρά.

Οἱ στριγγλιὲς καὶ οἱ κρωγμοὶ τῆς καθημερινῆς ζωῆς στὸ Σμῆνος κόπηκαν ξαφνικά, θαρρεῖς πὼς ὁ σχηματισμὸς ἦταν ἕνα τεράστιο μαχαῖρι, κι᾿ ὀχτὼ χιλιάδες μάτια γλάρων κοίταζαν προσηλωμένα. Τὸ καθένα ἀπ᾿ τὰ ὀκτὼ πουλιά, μὲ τὴ σειρά του στράφηκε ἀπότομα πρὸς τὰ πάνω σὲ ἀκροβατικὴ περιστροφὴ κι ἔκανε ὁλόκληρη βόλτα γιὰ νὰ καταλήξει σχεδὸν ἀκίνητο καὶ νὰ σταθεῖ πάνω στὴν ἄμμο.

Ὕστερα, λὲς κι αὐτὸ συνέβαινε κάθε μέρα, ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἄρχισε τὴν κριτική του γιὰ τὴν πτήση.

«Πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα», εἶπε μ᾿ ἕνα δυσαρεστημένο χαμόγελο, «ἀργήσατε ὅλοι κάπως νὰ πάρετε τὴ θέση σας στὸ σχηματισμό...»

Κάτι σὰν ἀστραπὴ διαπέρασε τὸ Σμῆνος. Οἱ γλάροι αὐτοὶ εἶναι Ἀπόβλητοι! Καὶ ξαναγύρισαν!

Κι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ! Οἱ προβλέψεις τοῦ Φλέτσερ γιὰ μάχη διαλύθηκαν μέσα στὴ σύγχυση τοῦ Σμήνους.

«Ναί, φυσικά, ἔχεις δίκιο, εἶναι Ἀπόβλητοι», εἶπε ἕνας ἀπ᾿ τοὺς νεώτερους γλάρους, «ὅμως, τί ῾ναι τοῦτο φίλε; Ποῦ μάθανε νὰ πετοῦν ἔτσι;».

Χρειάστηκε σχεδὸν μιὰ ὥρα γιὰ νὰ περάσει ἡ Ἐντολὴ τοῦ Γέροντα σ᾿ ὅλο τὸ Σμῆνος: Ἀγνοεῖστε τους. Ὁ γλάρος ποὺ μιλάει σ᾿ ἕναν Ἀπόβλητο εἶναι κι᾿ αὐτὸς Ἀπόβλητος. Ὁ γλάρος ποὺ κοιτάζει ἕναν Ἀπόβλητο, παραβαίνει τὸ Νόμο τοῦ Σμήνους.

Πλάτες μὲ σταχτιὰ φτερὰ στράφηκαν ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ ἀπέναντι στὸν Ἰωνάθαν, ἐκεῖνος ὅμως δὲ φάνηκε νὰ τὸ πρόσεξε. Πραγματοποίησε τὶς ἀσκήσεις του ἀκριβῶς πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἀκτὴ τοῦ Συμβουλίου καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἄρχισε νὰ πιέζει τοὺς μαθητές του ὡς τὰ ὅρια τῆς ἱκανότητάς τους.

«Μάρτιν Γλάρε!», φώναξε στὴν ἄλλη ἄκρη τ᾿ οὐρανοῦ. «Λὲς πὼς ξέρεις νὰ πετᾶς μὲ χαμηλὴ ταχύτητα. Δὲν ξέρεις τίποτα ἂν δὲν τὸ ἀποδείξεις! ΠΕΤΑ!».

Κι᾿ ἔτσι ὁ μικρὸς Μάρτιν Γουίλλιαμ Γλάρος, καθὼς βρέθηκε ἀπρόσμενα κάτω ἀπὸ τὰ πυρὰ τοῦ ἐκπαιδευτῆ του, ξεπέρασε, ἔκπληκτος τὸν ἑαυτό του κι᾿ ἔγινε ἄσσος στὶς πτήσεις μὲ μικρὴ ταχύτητα. Μὲ τὸ πιὸ ἁπαλὸ ἀγέρι μποροῦσε νὰ κυρτώνει τὰ φτερά του γιὰ ν᾿ ἀνασηκωθεῖ, δίχως τὸ παραμικρὸ φτερούγισμα, ἀπ᾿ τὴν ἄμμο ὡς τὰ σύννεφα καὶ πίσω πάλι.

Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Τσάρλς Ρόλαντ Γλάρος πέταξε ὡς τὸν Ἀέρα τοῦ Μεγάλου Βουνοῦ σὲ ὕψος εἴκοσι τέσσερεις χιλιάδες πόδια, κατέβηκε γαλάζιος ἀπ᾿ τὴν παγερὴ ἀραιὴ ἀτμόσφαιρα, ἔκπληκτος κι᾿ εὐτυχισμένος, ἀποφασισμένος νὰ πετάξει ἀκόμα πιὸ ψηλὰ τὴν ἐπαύριο.

Ὁ Φλέτσερ Γλάρος, ποὺ ἄγαπουσε τὶς ἀκροβασίες ὅσο κανένας ἄλλος, πέτυχε ἐπιτέλους τὴν ἀνοδική του πτήση μὲ δεκαέξη ἀργὲς περιστροφὲς καὶ τὴν ἑπομένη ὁλοκλήρωσε τὴν ἐπίδοσή του μὲ τρεῖς τοῦμπες μὲ τὰ φτερά του ν᾿ ἀστράφτουν κάτασπρες ἡλιαχτίδες πάνω σὲ μίαν ἀμμουδιὰ ὅπου κάμποσα μάτια τὸν κοίταζαν στὰ κλεφτά.

Κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ ὁ Ἰωνάθαν ἦταν ἐκεῖ στὸ πλευρὸ τοῦ κάθε μαθητῆ, γιὰ νὰ τοῦ δείξει, γιὰ νὰ τὸν συμβουλέψει, πιέζοντάς τον περισσότερο, καθοδηγώντας τον. Πετοῦσε μαζί τους διασχίζοντας τὴ νύχτα, τὰ σύννεφα καὶ τὴ θύελλα, καὶ τὸ χαιρόταν, ἐνῶ τὸ Σμῆνος κούρνιαζε στριμωγμένο μίζερα στὴ γῆ.

Ὅταν τέλειωναν τὶς πτήσεις τους οἱ μαθητὲς ξεκουράζονταν στὴν ἄμμο καὶ ταυτόχρονα ἄκουγαν πιὸ προσεχτικὰ τὸν Ἰωνάθαν. Εἶχε κάτι παλαβὲς ἰδέες ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὶς καταλάβουν, ἀλλὰ εἶχε κι᾿ ἄλλες σωστὲς ποὺ τὶς καταλάβαιναν.

Σιγὰ-σιγά, μέσα στὴ νύχτα, ἕνας ἄλλος κύκλος σχηματίστηκε γύρω ἀπ᾿ τὸν κύκλο τῶν μαθητῶν — ἕνας κύκλος ἀπὸ περίεργους γλάρους ποὺ ἄκουγαν γιὰ ὦρες στὸ σκοτάδι, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς δὲ θὰ ἔβλεπαν κανένα καὶ δὲ θὰ τοὺς ἔβλεπε κανεὶς καὶ χάνονταν πρὶν ξημερώσει.

Ἕνα μῆνα μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ ὁ πρῶτος γλάρος τοῦ Σμήνους πέρασε τὴ διαχωριστικὴ γραμμὴ καὶ ζήτησε νὰ μάθει νὰ πετάει. Μ᾿ αὐτή του τὴν ἐνέργεια ὁ Τέρενς Λόουελ Γλάρος ἔγινε πουλὶ καταδικασμένο, ὀνομάστηκε Ἀπόβλητος· κι᾿ ἔγινε ὁ ὄγδοος μαθητὴς τοῦ Ἰωνάθαν.

Τὴν ἑπομένη νύχτα ἔφτασε ἀπὸ τὸ Σμῆνος ὁ Κὲρκ Μάϋναρτ Γλάρος, περπατώντας μπατάλικα στὴν ἄμμο, σέρνοντας τὸ ἀριστερό του φτερό, κι ἔπεσε ἐξαντλημένος στὰ πόδια τοῦ Ἰωνάθαν. «Βοήθησέ με» εἶπε ἀχνά, μιλώντας ὅπως μιλοῦν οἱ ἑτοιμοθάνατοι. «Περισσότερο ἀπὸ κάθε τί ἄλλο στὸν κόσμο θέλω νὰ πετάω...».

«Ἔλα λοιπόν», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν. Ἀνέβα μαζί μου μακριὰ ἀπ᾿ τὴ γῆ, καὶ θ᾿ ἀρχίσουμε».

«Μὰ δὲν καταλαβαίνεις. Τὸ φτερό μου. Δὲν μπορῶ νὰ κουνήσω τὸ φτερό μου».

«Μάϋναρτ Γλάρε, εἶσαι λεύτερος νὰ εἶσαι ὁ ἑαυτός σου, ὁ ἀληθινὸς ἐαυτός σου, ἐδῶ καὶ τώρα, καὶ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ στὸ δρόμο σου. Εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Μεγάλου Γλάρου, ὁ Νόμος ποὺ Εἶναι».

«Θέλεις νὰ πεῖς πὼς μπορῶ νὰ πετάξω;».

«Λέω πὼς εἶσαι λεύτερος».

Ἔτσι ἁπλὰ καὶ γρήγορα, ὁ Κὲρκ Μάϋναρτ Γλάρος ἄνοιξε τὰ φτερά του, δίχως κόπο, κι᾿ ἀνασηκώθηκε στὸ μαῦρο ἀέρα τῆς νύχτας. Τὸ Σμῆνος ξύπνησε ξαφνικὰ μὲ τὴ φωνή του, ὅσο πιὸ δυνατὰ μποροῦσε νὰ φωνάξει, ἀπὸ πεντακόσια πόδια ψηλά: «Μπορῶ νὰ πετάξω! Ἀκοῦστε! ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ!». Τὰ ξημερώματα ὡς χίλια πουλιὰ στέκονταν ἔξω ἀπ᾿ τὸν κύκλο τῶν μαθητῶν, κοιτάζοντας περίεργα τὸ Μάϋναρτ. Δὲν τοὺς ἔνοιαζε ἂν θὰ τοὺς ἔβλεπαν ἢ ὄχι, κι᾿ ἄκουγαν, προσπαθώντας νὰ καταλάβουν τὸν Ἰωνάθαν Γλάρο.

Μιλοῦσε γιὰ πολὺ ἁπλὰ πράγματα — πὼς εἶναι σωστὸ γιὰ ἕνα γλάρο νὰ πετάει, πὼς ἡ λευτεριὰ εἶναι ἡ πραγματικὴ φύση τῆς ὕπαρξής του, πὼς ὅ,τι ἐναντιώνεται σ᾿ αὐτὴ τὴ λευτεριὰ πρέπει νὰ τὸ ἀπορρίπτει, κι᾿ ἂν ἀκόμα εἶναι κάθε μορφῆς τύπος, ἢ προκατάληψη ἢ περιορισμός.

«Νὰ τὸ ἀπορρίπτουμε», ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ἀπ᾿ τὸ πλῆθος, «ἀκόμα κι᾿ ἄν εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Σμήνους;».

«Ὁ μόνος ἀληθινὸς νόμος εἶναι ὁ νόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ λευτεριά», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν. «Ἄλλος νόμος δὲν ὑπάρχει».

«Καὶ πῶς περιμένεις νὰ πετάξουμε ἐμεῖς ὅπως πετᾶς ἐσύ;», ἀκούστηκε μιὰ ἄλλη φωνή. «Ἐσὺ εἶσαι ξεχωριστὸς καὶ προικισμένος καὶ θεϊκός, πάνω ἀπὸ τ᾿ ἄλλα πουλιά».

«Κοίτα τὸν Φλέτσερ! τὸν Λόουελ! Τὸν Τσάρλς Ρόλαντ! τὸν Τζούντη Λῆ! Μήπως εἶναι κι᾿ αὐτοὶ ξεχωριστοὶ καὶ προικισμένοι καὶ θεϊκοί; Δὲν ἔχουν τίποτα περισσότερο ἀπὸ σᾶς, δὲν ἔχουν τίποτα περισσότερο ἀπὸ μένα. Ἡ μόνη διαφορά, ἡ μόνη βασική, διαφορά, εἶναι πὼς ἄρχισαν νὰ καταλαβαίνουν τί πραγματικὰ εἶναι, κι᾿ ἄρχισαν νὰ ἐξασκοῦνται σ᾿ αὐτό».

Οἱ μαθητές του, ἐκτὸς ἀπ᾿ τὸν Φλέτσερ, κουνήθηκαν ἀμήχανα. Δὲν εἶχαν ἀντιληφθεῖ πὼς αὐτὸ ἔκαναν ὡς τώρα.

Τὸ πλῆθος μεγάλωνε κάθε μέρα, ἐρχόταν νὰ ρωτήσει, νὰ λατρέψει, νὰ χλευάσει.

«Λένε στὸ Σμῆνος πὼς ἂν δὲν εἶσαι Γιὸς τοῦ ἴδιου τοῦ Μεγάλου Γλάρου», εἶπε ὁ Φλέτσερ ἕνα πρωὶ στὸν Ἰωνάθαν ὕστερ᾿ ἀπὸ τὶς ἀσκήσεις σὲ Ἀνώτατες Ταχύτητες, «τότε βρίσκεσαι χίλια χρόνια μπροστὰ ἀπ᾿ τὴν ἐποχή σου».

Ὁ Ἰωνάθαν ἀναστέναξε. Αὐτὸ εἶναι τὸ τίμημα τῆς παρανόησης, σκέφτηκε. Σὲ ἀποκαλοῦν διάβολο ἢ σὲ ἀποκαλοῦν θεό. «Ἐσὺ τί λές, Φλέτσερ; Βρισκόμαστε ἄραγε μπροστὰ ἀπ᾿ τὴν ἐποχή μας;».

Μακριὰ σιωπή. «Νὰ σοῦ πῶ, πτήσεις τέτοιου εἴδους ἦταν πάντοτε διαθέσιμες ἐδῶ γιὰ νὰ τὶς μάθει ὅποιος ἤθελε νὰ τὶς ἀνακαλύψει· αὐτὸ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐποχή μας. Ἴσως βρισκόμαστε πιὸ μπροστὰ ἀπ᾿ τὴ μόδα. Πιὸ μπροστὰ ἀπ᾿ τὸν τρόπο ποὺ πετοῦνε οἱ περισσότεροι γλάροι».

«Αὐτὸ εἶναι σημαντικό», εἶπε ὁ Ἰωνάθαν καὶ κύλησε γιὰ νὰ πετάξει γιὰ λίγο ἀνάποδα. «Αὐτὸ εἶναι πολὺ καλύτερο ἀπ᾿ τὸ νὰ βρισκόμαστε μπροστὰ ἀπ᾿ τὴν ἐποχή μας».

Συνέβηκε μιὰ βδομάδα μόλις ἀργότερα. Ὁ Φλέτσερ δίδασκε τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς πτήσης μὲ μεγάλη ταχύτητα σὲ μιὰ τάξη ἀπὸ νέους μαθητές. Ἄρχιζε μόλις τὴν ἀνάδυση μιᾶς κάθετης πτήσης ἀπὸ ἑφτὰ χιλιάδες πόδια — μιὰ μακριὰ σταχτιὰ γραμμὴ σὰ βολίδα, λίγους πόντους πάνω ἀπ᾿ τὴν ἀμμουδιὰ — ὅταν ἕνα νεαρὸ πουλὶ στὴν πρώτη του δοκιμὴ γλίστρησε στὴν τροχιά του καλώντας τὴ μητέρα του. Μὲ μόλις ἕνα δέκατο τοῦ δευτερολέπτου στὴ διάθεσή του γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὸ νεαρό, ὁ Φλέτσερ Λὺντ Γλάρος ἔκανε μιὰ κίνηση ἀριστερά, μὲ ταχύτητα πάνω ἀπὸ διακόσια μίλια τὴν ὥρα, κι᾿ ἔπεσε πάνω σ᾿ ἕνα πελώριο γρανιτένιο βράχο.

Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς ὁ βράχος ἦταν μία τεράσπα σκληρὴ πόρτα ποὺ ὁδηγοῦσε σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο. Ἕνα ξέσπασμα φόβου καὶ ζαλάδας καὶ μαυρίλας, κι᾿ ὕστερα βρέθηκε ἀκυβέρνητος σ᾿ ἕνα παράξενο, πολὺ παράξενο οὐρανό, μιὰ νὰ ξεχνάει, μιὰ νὰ θυμᾶται, καὶ πάλι νὰ ξεχνάει· φοβισμένος καὶ μελαγχολικὸς καὶ λυπημένος... τρομερὰ λυπημένος.

Ἡ φωνὴ τὸν πλησίασε ὅπως τὴν πρώτη μέρα ποὺ συνάντησε τὸν Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρο.

«Τὸ κόλπο, Φλέτσερ, εἶναι νὰ προσπαθοῦμε νὰ ξεπεράσουμε τοὺς περιορισμούς μας μὲ τὴ σειρά, ὑπομονετικά. Ἡ πτήση μέσα ἀπ᾿ τὸ βράχο εἶναι κάτι ποὺ τὸ ἀντιμετωπίζουμε λίγο ἀργότερα στὸ πρόγραμμά μας».

«Ἰωνάθαν!».

«Γνωστὸς καὶ ὡς Γιὸς τοῦ Μεγάλου Γλάρου», ὁ ἐκπαιδευτής τοῦ εἶπε ξερά.

«Ματὶ κάνεις ἐδῶ; Τὰ βράχια! Δὲν εἶμαι... δέν... πέθανα».

« Ὢ! Φλέτς, ἔλα τώρα. Σκέψου. Ἂν μοῦ μιλᾷς αὐτὴ τὴ στιγμή, τότε εἶναι φανερὸ πὼς δὲν πέθανες· ἔτσι δὲν εἶναι; Αὐτὸ ποὺ κατόρθωσες νὰ κάνεις ἦταν ν᾿ ἀλλάξεις κάπως ἀπότομα τὸ ἐπίπεδο τῆς συνείδησής σου. Τώρα θὰ διαλέξεις ἐσύ. Μπορεῖς νὰ παραμείνεις ἐδῶ καὶ νὰ μάθεις σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο - ποὺ εἶναι ἀρκετὰ ψηλότερο, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, ἀπ᾿ τὸ ἐπίπεδο ποὺ ἄφησες - ἢ μπορεῖς νὰ γυρίσεις πίσω καὶ νὰ ἐξακολουθήσεις νὰ δουλεύεις μὲ τὸ Σμῆνος. Οἱ Γέροντες ἔλπιζαν πὼς θὰ συνέβαινε κάποια καταστροφὴ καὶ ξαφνιάστηκαν ποὺ τοὺς ἐξυπηρέτησες τόσο εὔκολα».

«Θέλω νὰ γυρίσω πίσω στὸ Σμῆνος, φυσικά. Μόλις ἄρχισα μὲ τὴν καινούργια ὁμάδα!».

«Πολὺ καλά, Φλέτσερ. Θυμᾶσαι τί λέγαμε γιὰ τὸ σῶμα μας, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἴδια ἡ σκέψη...;».

Ὁ Φλέτσερ τίναξε τὸ κεφάλι του κι᾿ ἅπλωσε τὰ φτερά του κι᾿ ἄνοιξε τὰ μάτια του ἐκεῖ στὴ βάση τοῦ βράχου, καταμεσῆς σ᾿ ὅλο τὸ συγκεντρωμένο Σμῆνος. Ἀκούστηκε μία μεγάλη χλαλοὴ ἀπὸ κρωγμοὺς καὶ στριγγλιὲς τοῦ πλήθους μόλις κουνήθηκε.

«Εἶναι ζωντανός! Αὐτὸς ποὺ ἦταν νεκρὸς ζεῖ!»

«Τὸν ἄγγιξε μὲ τὴν ἄκρη τῆς φτερούγας του! Τὸν ἔφερε πίσω στὴ ζωή! Ὁ Γιὸς τοῦ Μεγάλου Γλάρου!».

«Ὄχι! Τὸ ἀρνιέται! Εἶναι ὁ διάβολος! ΔΙΑΒΟΛΟΣ! Ἦρθε νὰ διαλύσει τὸ Σμῆνος!».

Ἦταν τέσσερεις χιλιάδες γλάροι στὸ πλῆθος, φοβισμένοι ἀπ᾿ ὅ,τι εἶχε συμβεῖ καὶ ἡ κραυγὴ «ΔΙΑΒΟΛΟΣ» πέρασε μπροστά τους ὅπως ὁ ἄνεμος στὸ φουρτουνιασμένο ὠκεανό. Μάτια παγερά, ράμφη κοφτερά, πλησίαζαν γιὰ νὰ καταστρέψουν.

«Θὰ αἰσθανόσουν καλύτερα, ἂν φεύγαμε, Φλέτσερ;», ρώτησε ὁ Ἰωνάθαν.

«Μὰ τὴν ἀλήθεια, δὲν θά ῾χα ἀντίρρηση...».

Τὴν ἴδια στιγμὴ βρέθηκαν νὰ στέκωνται μαζὶ μισὸ μίλι μακριά, καὶ τ᾿ ἀστραφτερὰ ράμφη τοῦ ὄχλου ἔκλεισαν τὸ κενό.

«Γιατί ἄραγε», ἀναρωτήθηκε γεμάτος ἀπορία ὁ Ἰωνάθαν, «τὸ πιὸ δύσκολο πρᾶγμα στὸν κόσμο εἶναι νὰ πείσεις ἕνα πουλὶ πὼς εἶναι λεύτερο, καὶ πὼς μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀποδείξει μόνο του ἂν ἀσκηθεῖ γιὰ λίγο; Γιατί πρέπει νά ῾ναι τόσο δύσκολο;».

Ὁ Φλέτσερ ἔπαιζε ἀκόμα τὰ μάτια ἀπ᾿ τὴν ξαφνικὴ ἀλλαγὴ τοῦ τοπίου.

«Τί ἔκανες τώρα μόλις; Πῶς φτάσαμ᾿ ἐδῶ;».

«Εἶπες πὼς ἤθελες νὰ ξεφύγεις ἀπ᾿ τὸν ὄχλο, ὄχι;».

«Ναί! ὅμως πῶς κατάφερες...».

«Ὅπως κάθετι ἄλλο, Φλέτσερ. Μὲ τὴν ἄσκηση».

Ὡς τὸ ξημέρωμα τὸ Σμῆνος εἶχε ξεχάσει τὴν παραφροσύνη του, ὄχι ὅμως κι ὁ Φλέτσερ. «Ἰωνάθαν, θυμᾶσαι τί εἶπες πρὶν ἀπὸ καιρό, ν᾿ ἀγαπᾶμε τὸ Σμῆνος τόσο ὥστε νὰ γυρνᾶμε πίσω γιὰ νὰ τὸ βοηθήσουμε νὰ μάθει;»

«Βέβαια».

«Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πῶς κατορθώνεις ν᾿ ἀγαπᾷς ἕναν ὄχλο ἀπὸ πουλιὰ ποὺ προσπάθησαν πρὶν ἀπὸ λίγο νὰ σὲ σκοτώσουν».

«Ὤ! Φλέτς, δὲν τ᾿ ἀγαπᾷς αὐτό! Δὲν ἀγαπᾶς, φυσικά, τὸ μῖσος καὶ τὴν κακία. Πρέπει ν᾿ ἀσκηθεῖς καὶ νὰ βλέπεις τὸν πραγματικὸ γλάρο, τὴν καλοσύνη μέσα στὸν καθένα τους, καὶ νὰ τοὺς βοηθήσεις νὰ τὴν δοῦν κι οἱ ἴδιοι. Αὐτὸ ἐννοῶ ὅταν λέω ἀγάπη. Εἶναι μεγάλο κέφι, ὅταν βρεῖς τὸ κόλπο γιὰ νὰ τὸ πετύχεις.

»Θυμᾶμαι, λόγου χάρη, ἕνα ἄγριο νέο πουλί, τὸ λέγαν Φλέτσερ Λὺντ Γλάρο. Εἶχε μόλις γίνει ἀπόβλητος, ἕτοιμος νὰ πολεμήσει τὸ Σμῆνος ὡς τὸ θάνατο, ξεκινώντας νὰ χτίσει τὴ δικιά του πικρὴ κόλαση μακριὰ στοὺς Πέρα Βράχους. καὶ νά, σήμερα χτίζει, ἀντίθετα, τὸ δικό του παράδεισο καὶ καθοδηγεῖ ὁλόκληρο τὸ Σμῆνος σ᾿ αὐτὴ τὴν κατεύθυνση».

Ὁ Φλέτσερ στράφηκε στὸν ἐκπαιδευτή του καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ φάνηκε τρόμος στὸ μάτι του. «Ἐγὼ νὰ καθοδηγῶ; Τί θὲς νὰ πεῖς ἐγὼ νὰ καθοδηγῶ; Ἐκπαιδευτὴς εἶσαι ἐσύ. Δὲν θὰ μποροῦσες νὰ φύγεις!».

«Δὲ θὰ μποροῦσα; Δὲ νομίζεις πὼς ἴσως ὑπάρχουν ἄλλα σμήνη, ἄλλοι Φλέτσερ, ποὺ χρειάζονται ἕναν ἐκπαιδευτὴ περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τοῦτο τὸ Σμῆνος ποὺ βρίσκεται κιόλας στὸ δρόμο του πρὸς τὸ Φῶς;».

«Ἐγώ; Μὰ Ἴων, ἐγὼ εἶμαι ἕνας κοινὸς γλάρος καὶ σὺ εἶσαι...».

«... ὁ μόνος Γιὸς τοῦ Μεγάλου Γλάρου, ὑποθέτω;». Ὁ Ἰωνάθαν ἀναστέναξε καὶ κοίταξε πέρα στὴ θάλασσα. «Δὲ μὲ χρειάζεσαι ἄλλο πιά. Χρειάζεται νὰ ἐξακολουθεῖς ν᾿ ἀποκαλύπτεις τὸν ἑαυτό σου, λίγο παραπάνω κάθε μέρα, ἐκεῖνον τὸν ἀληθινό, τὸν ἀπεριόριστο Φλέτσερ Γλάρο. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἐκπαιδευτής σου. Πρέπει νὰ τὸν καταλαβαίνεις καὶ ν᾿ ἀσκεῖσαι μ᾿ αὐτόν».

Μιὰ στιγμὴ ἀργότερα τὸ σῶμα τοῦ Ἰωνάθαν κυμάτιζε στὸν ἀέρα, ἀσπρογυάλιζε κι ἄρχισε νὰ γίνεται διάφανο. «Μὴν τοὺς ἀφήσεις νὰ διαδίδουν κουτὲς φῆμες γιὰ μένα, ἢ νὰ μὲ κάνουν θεό, Σύμφωνοι Φλέτς; Εἶμαι γλάρος. Μ᾿ ἀρέσει νὰ πετάω, Ἴσως...».

«ΙΩΝΑΘΑΝ!»,

«Καημένε Φλέτς. Μὴ πιστεύεις ὅ,τι λένε τὰ μάτια σου. Δείχνουν μόνο τοὺς περιορισμούς. Νὰ κοιτάζεις τὴν κατανόησή σου, ν᾿ ἀνακαλύπτεις ὅ,τι γνωρίζεις ἤδη, καὶ θὰ δεῖς πῶς πρέπει νὰ πετᾶς».

Τὸ ἀσπρογυάλισμα σταμάτησε. Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος εἶχε ἐξαφανιστεῖ στὸν ἀέρα.

Ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὁ Φλέτσερ Γλάρος σύρθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ στάθηκε ἀπέναντι σὲ μιὰ ἐντελῶς καινούργια ὁμάδα μαθητές, ποὺ ἀνυπομονοῦσαν γιὰ τὸ πρῶτο τους μάθημα.

«Πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα», εἶπε βαριά, «πρέπει νὰ καταλάβετε πὼς ἕνας γλάρος εἶναι μία ἀπεριόριστη ἰδέα τῆς λευτεριᾶς, ἕνα ὁμοίωμα τοῦ Μεγάλου Γλάρου κι ὅλο σας τὸ σῶμα, ἀπ᾿ τὴν ἄκρη τῆς μιᾶς φτερούγας σας στὴν ἄλλη, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἴδια σας ἡ σκέψη».

Οἱ νεαροὶ γλάροι τὸν κοίταξαν εἰρωνικά. Τί μας λέει, σκέφτηκαν, αὐτὸ δὲν εἶναι κανόνας ἀκροβασίας.

Ὁ Φλέτσερ ἀναστέναξε καὶ ξανάρχισε. «Χμ! Ἄ!,.. πολὺ καλά», εἶπε καὶ τοὺς κοίταξε μὲ αὐστηρὸ μάτι. «Ἂς ἀρχίσουμε μὲ πτήσεις σταθεροῦ ὕψους». Καὶ καθὼς τό ῾λεγε, κατάλαβε μονομιᾶς πὼς ὁ φίλος του μὲ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια δὲν ἦταν πιὸ θεϊκὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Φλέτσερ.

«Δίχως περιορισμούς, Ἰωνάθαν;» σκέφτηκε. «Τότε λοιπὸν δὲν ἀπέχει πολὺ ὁ καιρὸς ὅταν θὰ φανερωθῶ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸν ἀέρα στὴ δικιά σου παραλία, νὰ σοῦ δείξω ἕνα δυὸ πράγματα γιὰ τὶς πτήσεις».

Καὶ μολονότι προσπάθησε νὰ φανεῖ αὐστηρὸς στοὺς μαθητές του, ὁ Φλέτσερ Γλάρος τοὺς εἶδε ξαφνικὰ ὅλους ὅπως πραγματικὰ ἦταν, γιὰ μιὰ μόνο στιγμή, κι ὄχι μόνο του ἄρεσε ἀλλὰ ἀγαποῦσε αὐτὸ ποὺ εἶδε. «Δίχως περιορισμούς, Ἰωνάθαν;» σκέφτηκε καὶ χαμογέλασε. Τὸ δικό του κυνήγι τῆς μάθησης εἶχε ἀρχίσει.

ΝΑΙ!!!!!!!!!!!ΓΙΟΡΤΑΖΩ!!!!!!!!


ΚΑΙ ΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΘΕΟΣ ΞΗΜΕΡΩΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΕΡΑ!!ΘΑ ΓΙΟΡΤΑΣΩ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΩ!!ΝΑΙ ΡΕ ΔΕ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΝ!!ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΜΑΤΑΙΑ ΜΟΝΟ ΑΥΤΑ ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΑ ΖΗΣΩ!!ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΚΑΛΩΣ ΝΑ ΟΡΙΣΟΥΝ ΟΣΑ ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ!!!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΙ ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ!!!ΘΕΕ ΜΟΥ ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΟΛΑ!!!

Thursday, June 7, 2007

ΓΕΝΕΘΛΙΑ!


ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΓΙΟΡΤΑΣΩ ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΜΟΥ!ΑΥΤΗ Η ΜΕΡΑ ΜΟΥ ΔΙΝΕΙ ΠΑΝΤΑ ΜΕΓΑΛΗ ΧΑΡΑ!Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, Η ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΣΕ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΠΟΣΟ ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΣΕ ΕΠΗΡΕΑΣΕΙ, ΔΗΛΑΔΗ:
ΕΧΩ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΝΙΩΘΟΥΝ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΙ, ΒΑΡΙΕΣΤΗΜΕΝΟΙ,ΜΑΡΑΜΕΝΟΙ ΕΝΩ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΟΙ ΝΕΟΙ.ΤΟ ΒΓΛΕΠΕΙΣ ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥΣ ΟΤΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΥΣ ΧΑΛΑΕΙ, ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ. Η ΛΑΜΨΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ ΘΟΛΩΝΕΙ,ΕΞΑΤΜΙΖΕΤΑΙ..
ΕΧΩ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙ ΟΜΩΣ ΚΙ ΑΛΛΟΥΣ ΠΟΥ ΤΟ ΕΤΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΠΟΥ ΑΝΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΨΕΥΤΙΚΟ ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΩΡΙΝΗ ΤΟΥΣ ΕΙΚΟΝΑ. ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ 30-40-50 ΧΡΟΝΩΝ ΚΙ ΟΜΩΣ ΟΥΤΕ Η ΟΨΗ ΤΟΥΣ,ΟΥΤΕ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΟΥΣ ΣΕ ΒΟΗΘΟΥΝ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΕΙΣ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΟΣΟ ΧΡΟΝΩΝ.. ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΟΣΟ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ, ΓΕΜΑΤΟΙ ΖΩΗ!
ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΖΗΣΩ ΕΝΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΩ ΑΚΟΜΑ ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΟΤΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΡΩΤΙΚΟΙ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΜΑΕΤΑ ΑΠΟ ΠΟΛΛΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ.. ΝΑΙ, ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΑ!

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣ. ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣ ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΒΑΖΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΛΕΩΦΟΡΟ ΚΑΙ ΜΟΥ ΛΕΕΙ "ΤΩΡΑ ΠΑΙΞΕ ΕΣΥ". ΕΧΩ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΟΣΕΣ ΠΙΟ ΠΟΛΛΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΜΠΟΡΩ ΚΑΙ ΟΠΟΙΕΣ ΘΕΛΩ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΛΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΤΑΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΜΟΥ ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΕΙ ΟΤΙ ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΑ ΠΙΟ ΩΦΕΛΙΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ, ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΩ ΑΠΟ ΟΛΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΝΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΟΤΙ ΤΟ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΩ ΤΟ ΟΦΕΙΛΩ ΚΑΠΟΥ..
ΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟ ΘΕΟ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΜΟΥ ΔΙΝΕΙ ΝΑ ΖΩ.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΛΥΠΕΣ ΠΟΥ ΞΕΠΕΡΑΣΑ, ΓΙΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ΕΚΑΝΑ, ΓΙΑ ΤΙΣ ΧΑΡΕΣ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΠΟΥ ΔΙΕΝΥΣΑ ΩΣ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΠΟΥ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΕΩΣ ΟΤΟΥ ΜΟΥ ΕΠΙΤΡΑΠΕΙ..
ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΚΟΙΤΑΣ ΠΙΣΩ ΣΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΛΕΣ "ΝΑΙ, ΑΠΟ ΠΕΡΣΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ ΒΕΛΤΙΩΣΑ ΚΑΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΠΡΟΧΩΡΗΣΑ, ΕΜΑΘΑ, ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ, ΜΕ ΓΝΩΡΙΣΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ.."
ΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ!!! ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ! ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΕΣ ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΠΟΝΟΥ, ΠΟΥ ΝΟΩΘΕΙΣ ΞΕΝΟΣ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ,ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΚΙ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΣΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ ΝΑ ΡΙΞΕΙΣ ΜΙΑ ΓΡΟΘΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΚΑΙ ΝΑ ΠΕΙΣ "ΝΑΙ ΡΕ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑ!!!!, ΝΑΙ ΤΟ ΕΚΑΝΑ ΚΙ ΑΣ ΠΙΣΤΕΥΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΑ"
ΑΥΤΗ ΤΗ ΖΩΗ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΘΑ ΓΙΟΡΤΑΣΩ ΑΥΡΙΟ ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΑ ΜΟΥ.ΟΠΩΣ ΚΙ ΑΝ ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΗ Η ΜΕΡΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΠΟΥ ΑΝΕΧΕΤΑΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΔΙΑΤΗΡΕΙ ΑΚΟΜΑ ΕΝ ΖΩΗ!!ΓΙ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΩ ΦΙΛΟΥΣ ΝΑ ΤΟ ΓΙΟΡΤΑΣΟΥΜΕ ΜΑΖΙ!!
ΚΙ ΑΝ ΕΡΘΟΥΝ ΡΥΤΙΔΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΚΟΥΕΙ ΟΠΩΣ ΣΗΜΕΡΑ, ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΩΡΑΙΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΑΞΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΣ ΑΓΑΠΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΑΓΑΠΑΜΕ.

ΕΙΠΑΜΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΝΩ ΘΡΩΣΚΕΙ, ΜΑΚΑΡΙ ΕΤΣΙ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΟΥΝ ΚΑΠΟΤΕ ΟΛΑ.. ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΨΗΛΑ ΣΤΟ ΑΝΩ..

Wednesday, June 6, 2007

Διπλωμα Οδηγησης


ΧΘΕΣ ΕΙΧΑ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΝΑ ΔΩΣΩ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΟ ΓΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑ ΟΔΗΓΗΣΗΣ. Η ΜΕΡΑ ΑΠΟ ΑΠΟΨΗ ΥΓΡΑΣΙΑΣ ΗΤΑΝ Ο,ΤΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ!ΕΒΡΕΧΕ ΜΕ ΤΟ ΤΟΥΛΟΥΜΙ ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΑ!ΟΙ ΥΑΛΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΡΕΣ ΔΟΥΛΕΥΑΝ ΟΣΟ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΓΙΝΟΤΑΝ!

ΤΕΛΙΚΑ ΚΙ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ π.χ. ΤΩΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ. ΠΡΕΠΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΜΟΝΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΝΤΑΣ ΑΠΕΙΡΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΝΑ ΕΞΕΤΑΣΤΕΙΣ ΣΕ ΑΡΚΕΤΕΣ ΠΕΡΙΤΤΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝ ΔΕ ΒΡΕΘΕΙΣ ΣΕ ΕΥΝΟΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ (ΕΞΕΤΑΣΤΕΣ ΠΟΥ ΔΕ ΣΕ ΕΠΙΒΑΡΥΝΟΥΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ, ΚΑΛΗ ΔΙΑΘΕΣΗ, ΟΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΙ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟΙ ΑΚΟΥΣΕΣ ΟΤΙ ΗΔΗ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ, Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΟΥ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΣΤΕΣ, ΤΟΥΣ ΠΛΗΡΩΣΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΚΟΨΟΥΝ Κ.Λ.Π.) ΛΙΓΟ ΔΥΣΚΟΛΑ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙΣ ΝΑ ΜΗ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙΣ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΡΚΕΤΕΣ ΦΟΡΕΣ. ΜΟΝΟ ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ ΕΜΠΕΙΡΟΙ ΟΔΗΓΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΣΕ ΚΑΘΕ ΣΗΜΕΙΟ ΝΑ ΠΑΡΚΑΡΟΥΝ ΜΕ ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ, ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΚΟΥΜΠΗΣΟΥΝ ΤΟ ΚΡΑΣΠΕΔΟ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΚΑΘΕ ΚΙΝΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΛΑΘΟΣ.
ΤΑ 10-15 ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΣΕ ΒΟΗΘΑΝΕ ΝΑ ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ, ΝΑ ΣΠΑΣΕΙ Ο ΠΑΓΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΕΣΕΝΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ, ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΝΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΝΕΣΑΙ ΣΕ ΑΡΚΕΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΓΕΝΙΚΑ ΣΕ ΒΟΗΘΟΥΝ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙΣ ΜΙΑ ΒΑΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΘΕΛΕΙ ΠΟΛΛΕΣ ΩΡΕΣ ΠΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΝΙΩΣΕΙΣ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ "ΟΔΗΓΟΣ" ΣΩΣΤΟΣ, ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΣ, ΠΟΥ ΔΕ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ.

ΟΙ ΣΧΟΛΕΣ ΟΔΗΓΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΜΒΑΘΥΝΟΥΝ ΛΙΓΟ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ. ΣΥΝΗΔΕΙΤΟΠΟΙΕΙΣ ΟΤΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΣΑ ΦΩΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟ ΠΙΣΩ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΣΕΙΣ ΟΤΙ ΑΥΤΟ ΡΩΤΗΣΕ ΕΝΑΣ ΕΞΕΤΑΣΤΗΣ ΣΕ ΚΑΠΟΙΝ ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΣΕΝΑ. ΝΑΙ, ΔΕΝ ΤΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΣ ΠΟΤΕ. ΟΥΤΕ ΤΟΥΣ ΥΑΛΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΡΕΣ ΞΕΡΕΙΣ ΝΑ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ ΕΛΑ ΟΜΩΣ ΠΟΥ ΣΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΒΡΕΧΕΙ ΜΕ ΤΟ ΤΟΥΛΟΥΜΙ! ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΟΥ ΛΕΕΙ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΠΩΣ ΝΑ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ ΣΟΥ ΟΤΑΝ ΩΣ ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΙΣ, ΕΛΑ ΟΜΩΣ ΠΟΥ ΕΣΥ ΕΔΩ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΣΥΝΟΔΗΓΟΣ ΤΗΝ ΑΝΟΙΓΕΣ ΠΑΝΤΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΟΠΕΙ ΞΑΦΝΙΚΑ!
ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙΣ ΟΛΑ ΣΩΣΤΑ ΚΑΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ!!
ΕΝΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΣΕ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΒΑΘΟΣ-ΟΣΟ ΤΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΑΛΛΑ ΤΟ ΚΑΠΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΘΑ ΗΤΑΝ ΚΑΛΟ ΝΑ ΤΟ ΑΝΟΙΓΑΜΕ ΝΑ ΞΕΡΑΜΕ ΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ, ΜΑΣ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΝΑ ΝΙΩΘΟΥΜΕ ΤΗΝ ΟΔΗΓΗΣΗ ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ,ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΞΕΡΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΟΠΟΥ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΠΩΣ ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΜΕ ΣΤΑ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΑ ΤΕΤΡΑΓΩΝΑ ΟΠΟΥ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΟΙ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΛΛΑ ΑΡΧΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΜΑΣ ΦΑΝΟΥΝ ΧΡΗΣΙΜΕΣ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΟΙ ΕΞΑΤΑΣΕΙΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΚΑΘΟΛΗ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΟΔΗΓΗΣΗΣ. Ο ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΞΕΤΑΖΕΤΑΙ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΑΛΛΑ 2-3 ΦΟΡΕΣ ΝΑ ΑΞΙΟΛΟΓΕΙΤΑΙ Η ΠΡΟΟΔΟΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΤΙ ΕΧΕΙ ΜΑΘΕΙ ΩΣ ΤΩΡΑ. ΔΗΛΑΔΗ, ΕΚΑΝΕ ΠΟΡΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΕΜΑΘΕ ΝΑ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΣΕ ΑΠΟΤΟΜΗ ΑΝΗΦΟΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ? ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗΝ ΞΕΡΕΙ Ο ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ. ΕΜΑΘΕ ΠΑΡΚΑΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΟΠΙΣΘΟΠΟΡΕΙΑ? ΝΑ ΚΑΝΕΙ 2-3 ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ. ΔΗΛΑΔΗ ΟΧΙ ΟΛΑ ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΚΡΟ "ΚΟΠΗΚΕΣ". ΑΣ ΑΦΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕΙ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΝΑ ΤΟΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΟΥΝ, ΝΑ ΤΟΥ ΕΞΗΓΗΣΟΥΝ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΛΑΘΟΣ ΚΑΙ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΜΕΙΝΕΙ. ΕΤΣΙ ΘΑ ΤΟΝ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΟΧΙ ΝΑ ΝΙΩΘΕΙ ΟΤΙ ΑΠΕΤΥΧΕ ΠΡΙΝ ΚΑΝ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ.

ΠΗΓΑΙΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΙΩΘΟΥΜΕ ΟΤΙ ΑΝΑ ΠΑΣΑ ΣΤΙΓΜΗ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΚΙΝΗΣΗ ΘΑ ΜΑΣ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΠΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΑΝΑΞΟΔΕΨΟΥΜΕ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΞΑΝΑΕΞΕΤΑΣΤΟΥΜΕ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΕΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ, ΔΙΟΤΙ Ο ΟΔΗΓΟΣ ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΡΙΘΕΙ ΑΠΟ ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ ΜΟΝΟ. ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΧΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΚΑΛΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ..